«Η Αλεξάνδρεια των ημερών μας είναι κάθε άλλο παρά πολιτεία του πνεύματος.
...Τα περισσότερα ποιήματα του Καβάφη είναι σύντομα και ανομοιοκατάληκτα... Μας αποκαλύπτουν έναν
όμορφο και περίεργο κόσμο, που πηγάζει από τον κόσμο της εμπειρίας, είναι όμως διαφορετικός από
αυτήν. Γιατί όπως συχνά τονίζει ο ίδιος ο Καβάφης, ο ποιητής έχει ακόμα λιγότερο από ό,τι οι
περισσότεροι άνθρωποι την ικανότητα να βλέπει «κατ' ευθείαν γραμμήν»:
«Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κι εγώ την φύσιν λίγο.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
Είναι ο κόσμος ο εσωτερικός. Κι αφού ο ποιητής δεν μπορεί να ελπίσει πως θα ξεφύγει από τον κόσμο
αυτόν, οφείλει με κάθε τρόπο να τον τακτοποιήσει και να τον κυβερνήσει γνωστικά. «Βασίλειό μου
είναι ο νους μου» ετραγουδούσεν ο Ελισαβετιανός ποητής και το ίδιο ισχύει και για τον Καβάφη
- μόνο που το δικό του το βασίλειο είναι αληθινό, όχι συμβατικό, βασίλειο στο οποίο και ανταρσίες
γίνονται και πόλεμοι. Στο ποίημα «Η Πόλις» εκφράζει την τραγωδία εκείνου που δεν
εφάνηκε καλός κυβερνήτης και που ελπίζει ν' αφήσει το χάος πίσω του και να κτίσει «μια πόλη
άλλη... καλλίτερη από αυτή». Μάταια όμως!
«Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
Και στην «Ιθάκη» μας φανερώνει μιαν άλλην υψηλότερη τραγωδία - του ανθρώπου που ζητάει
τα μεγάλα και τα υψηλά και που στο τέλος ανακαλύπτει πως το τέρμα δεν άξιζε τον κόπο. Σ' έναν
τέτοιον άνθρωπο δεν ταιριάζει να θρηνεί. Δεν απέτυχε αλήθεια.
«Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι,
Τα ανωτέρω αποσπάσματα είναι παραδείγματα ενός μόνον τρόπου της Καβαφικής ποιήσεως - του εντόνως
υποκειμενικού. Τοπία, πολιτείες και θρύλοι αναδύονται μέσα από την κολυμβήθρα του νου του. Υπάρχει
όμως και ένας άλλος τρόπος στην ποίησή του - ο Καβάφης στέκει σε κάποια απόσταση από το αντικείμενό
του και σμιλεύει τη μορφή του με την αντικειμενικότητα ενός γλυπτού. Ερχεται τώρα στο προσκήνιο
ο ιστορικός Καβάφης - και είναι αξιοσημείωτο το πόσο διαφέρει η ιστορία του από τη δική μας.
Ως και η Ελλάδα προς την οποίαν ατενίζει είναι διαφορετική. Γι' αυτόν αι Αθήναι και η Σπάρτη που
τόση σχολικήν αίγλη έχουν για μας, δεν είναι παρά δύο φιλόνεικες υποτελείς μικροπολιτείες, εφήμερες
μπρος στα ελληνιστικά βασίλεια που δημιουργήθηκαν αργότερα, και που κι αυτά εφήμερα φαντάζουν
μπροστά στην κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο ποιητής αντιδρά εναντίον της τυραννίας του Κλασσικισμού
- του Περικλέους και της Ασπασίας, του Θεμιστοκλέους και των άλλων παρομοίων ειδώλων. Η Αλεξάνδρεια
που τον εγέννησε ιδρύθηκε ακριβώς την εποχή της αποσυνθέσεως της Ελλάδος του Κλασσικού Γυμνασίου.
Ξεχωρίζω δύο από τα ποιήματα αυτά ως ικανά δείγματα της μεθόδου του. Στο πρώτο ο Καβάφης υιοθετεί
το ακριβολόγο, το σχεδόν υπερβολικά λεπτομερές περιγραφικό ύφος των παλαιών χρονικών για να
δημιουργήσει την εντύπωση που θέλει. Το ποίημα επιγράφεται «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»
και αναφέρεται σ' ένα περιστατικό της βασιλείας της Κλεοπάτρας και του Αντωνίου... Ακόμη και
μεταφρασμένο ένα ποίημα σαν και τούτο έχει ύφος «αριστοκρατικό». Είναι έργο ενός
καλλιτέχνου που δεν ενδιαφέρεται για την εύκολη ομορφιά. Στο δεύτερο παράδειγμά μου, μολονότι
το θέμα του είναι συγκινητικό, ο Καβάφης διατηρεί την ίδια αντικειμενική στάση. Το ποίημα είναι
σπασμένο σε ημιστίχια - ο ποιητής συλλαβίζει το επιτύμβιο ενός νέου που πέθανε «εν τω μηνί Αθύρ»
(τον Νοέμβριο των αρχαίων Αιγυπτίων), θέλοντας να εκφράσει την αφάνεια και τον σπαραγμό, που κάποτε
προβάλλουν μαζί μέσα από το παρελθόν, ενωμένες σε ένα και το αυτό φάντασμα...
Ενας τέτοιος ποιητής ποτέ δεν μπορεί να είναι δημοφιλής. Πετάει πολύ αργά και συγχρόνως πολύ
υψηλά. Είτε υποκειμενικός είτε αντικειμενικός στον τρόπο του, απέχει εξ ίσου από τον στίβο της
«επικαιρότητος» - ποτέ του δεν θα συνθέσει ένα Βασιλικόν ή ένα Βενιζελικόν ύμνο.
Εχει την δύναμη - και φυσικά τους περιορισμούς - του ανθρώπου που ζει κλεισμένος στον εαυτό του
και που, μολονότι δεν φοβάται τον κόσμο, στέκει πάντα σε ελαφρή απόκλιση προς το σύμπαν: και έτυχε,
πάνω στη συζήτηση, να τον ακούσω να λέει λίγα λόγια γι' αυτό το ζήτημα. Τι είναι καλύτερο - η
πολιτεία ή η μοναξιά; Ο Καβάφης που δοκίμασε και τα δυο, δεν μπορεί ν' απαντήσει. Αλλά τουλάχιστον
είναι βέβαιος για ένα πράγμα - η ζωή προϋποθέτει θάρρος, διαφορετικά παύει να είναι ζωή.»
E.M. Forster - 1919
Θεμελιωμένη πάνω στο βαμβάκι - και στον συναγωνισμό του εμπορίου κρεμμυδιών και αυγών -
κακοκτισμένη, κακοσχεδιαμένη, βρωμερή: Πολλά είναι τα τρωτά της και τα περισσότερα από αυτά τα
παραδέχονται οι ίδιοι οι Αλεξανδρινοί. Ωστόσο, σε μερικούς από αυτούς, καθώς περπατούν στους
δρόμους της, μπορεί να συμβεί κάτι το εξαίσιο - ξαφνικά μπροστά ν' ακούσουν μια φωνή να προφέρει
δυνατά μα στοχαστικά τ' όνομά τους, μια φωνή που δεν μοιάζει τόσο να περιμένει απόκριση, όσο να
τιμά την προσωπικότητα του διαβάτη... Γυρίζουν και βλέπουν έναν Ελληνα κύριο με ψαθάκι, που
στέκει απολύτως ακίνητος σε ελαφρήν απόκλιση προς το σύμπαν. Καμιά φορά τα χέρια του είναι
απλωμένα. «Α, ο Καβάφης!...». Ναι, είναι ο κ. Καβάφης που πηγαίνει είτε από το σπίτι
του στο γραφείο, είτε από το γραφείο του στο σπίτι. Αν συμβαίνει το πρώτο εξαφανίζεται ευθύς,
σχεδιάζοντας μιαν ελαφρή χειρονομία απελπισίας. Αλλιώς μπορεί να πεισθεί ν' αρχίσει μια φράση
- μια απέραντη, περίπλοκη αλλά και αρμονική φράση, γεμάτη παρενθέσεις που ποτέ δεν μπερδεύονται
και επιφυλάξεις που πράγματι επιφυλάττουν. Μια φράση που προχωρεί με λογική προς το προβλεπόμενο
τέλος της, ένα τέλος όμως που είναι πάντα πιο ζωντανό και συναρπαστικό απ' ό,τι είχες προβλέψει.
Κάποτε η φράση τελειώνει στη μέση του δρόμου, κάποτε πάλι πνίγεται μέσα στην κίνηση και τη φασαρία
των περαστικών και κάποτε συνεχίζεται ως και μέσα στο σπίτι του. Αφορά η φράση αυτή τις πονηρίες
του Αυτοκράτορος Αλεξίου Κομνηνού το 1906 ή την τιμή και τις δυνατότητες του ελαιοκάμπου ή την
τύχη των κοινών φίλων ή τα μυθιστορήματα του Τζώρτζ Ελιοτ ή και τα Μικρασιατικά ιδιώματα.
Διατυπωμένη με ίσην άνεση στα ελληνικά, στα αγγλικά ή στα γαλλικά, παρ' όλο της τον πνευματικό
πλούτο και την ανθρωπιά της, παρά την ώριμη επιείκια των κρίσεών της, την νιώθεις ωστόσο να στέκει
κι αυτή σε κάποιαν ελαφρήν απόκλιση από το σύμπαν - είναι η φράση ενός ποιητού.
Θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα, φωτισμένα.
(τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα·)
κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής».
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μέσ' τα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις...
.........................................
Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη τη μικρή, σ' όλη την γη την χάλασες».
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες, οι Ιθάκες τι σημαίνουν».
Βασιλείς, Αυτοκράτορες και Πατριάρχαι, επερπατούσαν στον δρόμο που πηγαίνει από το σπίτι του στο
γραφείο. Ο λογοτεχνικός του πρόγονος - εάν έχει - είναι ο Καλλίμαχος, και τα ποιήματά του φέρουν
τίτλους όπως «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», «Εν τω μηνί Αθύρ»,
«Μανουήλ Κομνηνός» και στολίζονται με φράσεις του Φιλοστράτου ή του Λουκιανού.