«Το έκνομο στην ποίηση του Καβάφη» - Βασίλης Λαδάς


«Την αφορμή γι' αυτές τις σκέψεις την έδωσαν τέσσερα από τα «Ατελή ποιήματα», που εκδόθηκαν με τη φροντίδα της κυρίας Lavagnini, στις εκδόσεις «Εστία»: το υπ' αριθμόν 1, που άρχισε να σχεδιάζεται το 1918 με προσωρινό τίτλο «Η είδηση της εφημερίδας»· το υπ' αριθμόν 23, του 1927, με τίτλο «Εγκλημα»· το υπ' αριθμόν 25, του 1929, με τίτλο «Τιγρανόκερτα»· και το υπ' αριθμόν 29, του 1931, με τίτλο «Συντροφιά από τέσσερις». Στα τρία από αυτά τα ποιήματα, στα υπ' αριθμόν 1, 23, 29, οι πρωταγωνιστές είναι νέοι που ανοιχτά παρανομούν κι αν συλληφθούν, θα φυλακισθούν. Στο υπ' αριθμόν 25, «Τιγρανόκερτα», ο νέος κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Είναι ηθοποιός, γλεντά κι αν ξεμείνει από λεφτά, θα εκδοθεί επί χρήμασι. Σαν αυτόν το νέο υπάρχουν κι άλλοι στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο σε αυτά που εξέδωσε όσο και στα ανέκδοτα. Νέοι που ερωτοτροπούν με το ποινικώς παράνομο χωρίς ανοιχτά να ξεπερνούν τα όριά του. Σε μερικά ποιήματα βέβαια από τα τελευταία του Καβάφη υπάρχει υπαινιγμός και για παραβάσεις θεσπισμένων νόμων. Στα σχεδιάσματα όμως των τριών ανολοκλήρωτων ποιημάτων υπ' αριθμούς 1, 23 και 29, όπως αριθμούνται στον τόμο «Ατελή ποιήματα», οι νέοι ανοιχτά παρανομούν. Στην «Είδηση της εφημερίδας» ο νέος δολοφονείται επειδή εκβίαζε. Στο «έγκλημα» δύο νέοι, ύστερα από κλοπή μοιράζονται τα κλοπιμαία και παραδίδονται στον έρωτα. Στο «Συντροφιά από τέσσερις» οι νέοι έχουν συμπήξει συμμορία, διαπράττουν κατά συρροή αδικήματα, είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους και ρίχνονται στις διασκεδάσεις. Θυμίζουν νέους παζολινικούς, λουμπενόβιους της περιφέρειας της Ρώμης, που ξοδεύουν αλόγιστα το εύκολο χρήμα και τρέχουν με καμπριολέ αμάξι από το Trastevere στην Ostia. Οσο εδραιωνόταν ως μεγάλος ποιητής ο Καβάφης τόσο οι νέοι του ήσαν τολμηρότεροι και έκνομοι.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Αν ολοκλήρωνε τα ποιήματα αυτά, ο Καβάφης θα κρατούσε το ποινικώς παράνομο στοιχείο της ζωής των νέων; Και γιατί αυτή η σταδιακή πρόοδος των νέων του στα ποιήματά του από το κοινωνικώς και ηθικώς παράνομο προς το ποινικώς παράνομο;

Ο Καβάφης ζει στην πολυεθνική Αλεξάνδρεια. Κινείται στην ελληνική παροικία και η ηθική και νομική τάξη που διέπει την ελληνική παροικία είναι ελληνική. Οι Ελληνες και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι είχαν το προνόμιο να δικάζονται από μεικτά δικαστήρια, Αιγυπτίων και Ευρωπαίων δικαστών, που εφάρμοζαν γαλλικό νόμο, ίδιο με τον ελληνικό, περίπου. Ωστε το έκνομο και το παράνομο στην ποιητική κοινωνία του Καβάφη έχει σχέση με την ηθική, κοινωνική και νομική τάξη της ελληνικής κοινωνίας της Αλεξάνδρειας. Αυτήν τη διάταξη άγραφων και γραπτών νόμων ο Καβάφης τη γνώριζε, την είχε λογικά και συστηματικά κατατάξει στο μυαλό του και τη λάμβανε πάντα υπόψη του στο χρόνο κυκλοφορίας των ποιημάτων του, φροντίζοντας να ισορροπεί τις απόψεις του με την κοινωνική τους αποδοχή, έχοντας ως γνώμονα τον αγώνα του για την εδραίωσή του ως ποιητή. Γι' αυτό και τα τολμηρότερα και τα αποκαλυπτικότερα ποιήματά του γράφονται και κυκλοφορούν μετά το 1920, όταν ήδη έχει κατακτήσει ως ποιητής την Αλεξάνδρεια και έχει πλέον κριθεί ως ποιητής πρώτου μεγέθους. Τα σχεδιάσματα που ενδιαφέρουν εδώ γράφονταν στο τέλος της ζωής του, όταν πλέον και στα γνωστά ποιήματά του οι νέοι βρίσκονται στα πρόθυρα της ποινικής παρανομίας. Για να φτάσει μέχρι εκεί ο Καβάφης προχώρησε προσεκτικά. Σε πρώτο στάδιο μιλά για τολμηρή έκνομη ηδονή κοινωνικώς αποδοκιμασμένη που αξίζει να αποκτηθεί. Σε δεύτερο στάδιο, αφήνει να εννοηθεί το φύλο που παρέχει αυτήν την ηδονή και στο τρίτο στάδιο, όσο γερνά, το ρεαλιστικότερο, οι ηδονικοί του νέοι αποκαλύπτουν τον τρόπο της ζωής τους, που όμως είπαμε φτάνει στα πρόθυρα του ποινικώς παράνομου. Θα ακολουθούσε, κατά τη γνώμη μου, αν ζούσε ο Καβάφης, και τέταρτο στάδιο, που οι ηδονικοί του νέοι θα περνούσαν το όριο.

Στα 1903 σε ανέκδοτο ποίημά του με τίτλο «Δυνάμωσις» γράφει:

Οποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώση
να βγη απ' το σέβας κι' από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ' έθιμα κι' απ' την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγή.
Από ταις ηδοναίς πολλά θα διδαχθή.
την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι.
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθή.
Ετσι θ' αναπτυχθή ενάρετα στην γνώσι.

Ο Καβάφης λοιπόν γνωρίζει τη διαχωριστική γραμμή συντεταγμένων νόμων και κοινωνικής ηθικής. Το σέβας ανήκει στην κοινωνική ηθική, η υποταγή, στην εξουσία των νόμων της πολιτείας. Και παραινεί προς την αθέτηση και των δύο για την απόκτηση σημαντικότερου κέρδους. Της γνώσης μέσω όλων των εμπειριών. Η τάξη σε αποκόβει από την πλήρη θεώρηση των πραγμάτων. Η ευνομία ενεργεί ως πολιτισμική αξία που καθοδηγεί, αλλά παράλληλα στερεί τη γνώση των αγαθών που αποδοκιμάζει για να προστατεύσει άλλα. Κι αυτό, ένας πνευματικός άνθρωπος οφείλει να το παραβεί για να είναι ενάρετος στη γνώση. Το συμπέρασμα είναι όμως πως ο πνευματικός και αισθητικός νέος πρέπει να τολμά πέρα από τα νόμιμα όρια. Και αυτή η τόλμη σε πρώτο στάδιο είναι η τόλμη της απόκτησης έκνομης ηδονής. Η ιδέα του ποιήματος αυτού επανέρχεται στο ποίημα του 1914 «Τα επικίνδυνα». Δεν έχει έρθει όμως ακόμα ο καιρός του ποινικώς παράνομου. Ο Καβάφης υπολογίζει την κοινή γνώμη καίτοι οι προθέσεις του καταγράφονται από νωρίς. Και πράγματι στα ηδονικά ποιήματα του Καβάφη μέχρις ότου έφτασε στην αριστουργηματική ρεαλιστική περίοδο οι νέοι δεν έχουν παρτίδες με τη δικαιοσύνη. Τολμούν για απόκτηση έκνομης αποδοκιμασμένης ηδονής και ο ποιητής παραινεί προς την κατεύθυνση αυτή συνεπής με τη θέση του. Μέχρις εκεί όμως. Η έκνομη ηδονή εντοπίζεται στα ποιήματα «Επήγα», «Πολυέλαιος», «Από τές εννέα», «Νόησις», «Ηδονή», «Πέρασμα» «Η αρχή των», «Θέατρο της Σιδώνος». Από τα ανέκδοτα, το «Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες τους». Θα μπορούσαμε να υποψιασθούμε παρανομία στο ποίημα «Εν πόλει της Οσροηνής». Ο Ρέμων κρύφτηκε μάλλον ύστερα από μαχαιρώματα. Στα ανέκδοτα έχουμε το ποίημα του 1913 «Ετσι», όπου μία πορνική φωτογραφία πουλιέται κρυφά στο δρόμο για να μην καταλάβει ο αστυνομικός την πρόκληση της δημοσίας αιδούς. Καβγάς υπονοείται και στο ανέκδοτο ποίημα του 1919 «Ο δεμένος ώμος». Τα ανέκδοτά του φτάνουν μέχρι το 1919. Εκεί είναι τολμηρότερος αναλογικά με τα δημοσιευμένα μέχρι το 1919. Μετά το 1919 κι όσο φτάνουμε στην εποχή που σχεδιάζονται τα «Ατελή», οι νέοι φωτίζονται εν μέρει από το νόμιμο εν μέρει από το παράνομο. Δεν αποκτούν μόνο παράνομη ηδονή, αλλά ζουν και ημιπαρανόμως. Είναι τύποι που αν σε δουν μαζί τους κινδυνεύεις να εκτεθείς. Και όσο βυθίζονται στο κοινωνικό περιθώριο τόσο αποκτούν την τραγικότητα αυτού που υπερβαίνει το μέτρο κι αναζητά την κάθαρση. Ομως υπάρχει αντιστροφή. Εχουν κάτι το τίμιο, το καθαρό, τη μορφή τους, την ομορφιά. Την καθαρή τους ηδονή. Απέναντί τους στέκουν οι τεχνίτες της ποίησης, οι άνθρωποι της γνώσης που χάριν της γνώσης ασέβησαν στους κοινωνικούς νόμους και κέρδισαν τη ζωή τους με τη γνώση και δυνάμωσαν με όμορφο και ηδονικό υγιές μυαλό. Η παράβαση των κοινωνικών νόμων λοιπόν ωφελεί αυτούς που ελέγχουν το παιχνίδι και μπορεί να καταστρέψει τους αδύνατους. Στα ποιήματα αυτής της κατηγορίας είναι το «Μέρες του 1908», «Μέρες του 1896», «Μέρες του 1909 10 και 11», «Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας», «Το 25 έτος του βίου του». Οι νέοι στα ποιήματα αυτά είναι έτοιμοι να πέσουν στην παρανομία, όπως λέγεται, αλλά δεν φτάνουν ή δεν φαίνεται να έχουν φτάσει μέχρι εκεί. Στα σχεδιάσματα των «ατελών», όμως, πέφτουν στην παρανομία. Ως όφειλαν, θα έλεγε κανείς, έφτασαν στο τελευταίο τους στάδιο. Και ο ποιητής αναγνωρισμένος πλήρως δεν φοβάται πια να μιλήσει. Αλλά όλα αυτά αποτελούν μία από τις όψεις του πρωτεϊκού Γέροντα.»


Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 6-06-2003
Αρθρογράφος: Βασίλης Λαδάς.


Back to [ Main Page ]