«Ο
γερμανός ποιητής Γιόαχιμ Σαρτόριους επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αλεξάνδρεια
τον Φεβρουάριο του 1986. Η θητεία του στη γερμανική πρεσβεία στη Λευκωσία
τελείωνε και είχε έρθει η ώρα για το καίριο ταξίδι. Ηθελε να διαπιστώσει αν ήταν
οφθαλμαπάτη ή πραγματικότητα η πολιτεία που φανταζόταν στην άλλη όχθη της
θάλασσας, ήθελε να εξερευνήσει τα βήματα του έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη
που γνώριζε σε αγγλική μετάφραση. Στην Αλεξάνδρεια κατέλυσε στο ξεπεσμένο πια
ξενοδοχείο «Σεσίλ», το οποίο γνώριζε στις δόξες του από το Αλεξανδρινό
Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ. Βρήκε τα ίχνη του Καβάφη σβησμένα, τα ονόματα
των δρόμων αλλαγμένα, σκόνη και εγκατάλειψη στα παλιά κτίρια της κάποτε
κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας. Το ταξίδι τελείωσε σε μία εβδομάδα αλλά η πολιτεία
μετασχηματίστηκε βαθμιαία σε εμμονή για τον Σαρτόριους, σε σύμβολο και της δικής
του ποίησης: χαμηλόφωνοι στίχοι που ανασκαλεύουν στα αποκαΐδια της φθοράς για να
κρατήσουν ό,τι απομένει στο πέρασμα του χρόνου. Πέρασαν έκτοτε 15 χρόνια αλλά
αυτή η εμμονή διαρκώς καρποφορεί. Μετά τον ποιητικό κύκλο Αλεξάνδρεια
(1996) ο Σαρτόριους παρουσιάζει αυτές τις ημέρες το καινούργιο βιβλίο του με
τίτλο Αλεξάνδρεια. Φάτα Μοργκάνα, έναν συλλογικό τόμο με κείμενα
και ποιήματα παλιών και νέων συγγραφέων. Τα αποσπάσματα αυτά αποδεικνύουν με τον
τρόπο τους ότι η Αλεξάνδρεια είναι πρωτίστως ένας λογοτεχνικός μύθος που
επιβιώνει ανεξάρτητα από τα πάθη της πραγματικής πολιτείας, τις ιστορικές
καταστροφές και τις άσημες περιόδους της.
Η πτολεμαϊκή περίοδος επρόκειτο να αναδείξει την πρώτη μεγαλειώδη Αλεξάνδρεια
με 600.000 κατοίκους και ισάριθμους παπύρους στην περίφημη Βιβλιοθήκη. Κατά τον
Στράβωνα η πόλη ήταν τότε το μεγαλύτερο εμπορείο της οικουμένης. Οι πάπυροι
επρόκειτο να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, η πόλη πατήθηκε από αλλεπάλληλους
κατακτητές και τελικά μαράζωσε μετά την αραβική κατάληψη το 642. Η ελληνορωμαϊκή
ατμόσφαιρά της και ο συγκρητισμός των ιδεών δεν άρεσαν στον χαλίφη και έτσι ο
πορθητής Αμρ ιμπν αλ Ας ίδρυσε άλλη πρωτεύουσα, πιο μακριά, το σημερινό Κάιρο.
Τα ερείπια της αρχαίας Αλεξάνδρειας πρέπει να βρίσκονται θαμμένα στις ρίζες της
σημερινής αραβικής μεγαλούπολης και η καινούργια Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη, που
ανεγέρθηκε πρόσφατα, με την τεράστια δισκοειδή οροφή της από ατσάλι και γυαλί,
τεκμηριώνει τη μεγαλεπήβολη φιλοτιμία της Unesco, αλλά το αρχαίο κλέος είναι
αδύνατον πια να αναστηθεί. Στον τόμο του Σαρτόριους η περικλεής Αλεξάνδρεια της
αρχαιότητας αναβιώνει στη φαντασία του αναγνώστη με στίχους του Καλλιμάχου ή το
θεοκρίτειο απόσπασμα Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι, με την ομιλία του Δίωνος
του Χρυσοστόμου προς τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας ή ένα δείγμα από το
μυθιστόρημα του Αχιλλέως Τατίου Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα.
Η δεύτερη σημαντική περίοδος στην ιστορία της πόλης είναι αυτή που συμπίπτει
χρονικά με τη ζωή και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη, μια εποχή που ξεκίνησε
τον προπερασμένο αιώνα με το όραμα του πασά Μοχάμετ Αλι να μετατρέψει την
Αίγυπτο σε μεγάλη εμπορική και ναυτική δύναμη και εξέπνευσε στις αρχές της
δεκαετίας του '60 τον περασμένο αιώνα, με την παναραβική πολιτική του Γκαμάλ
Αμπντέλ Νάσερ. Ηταν η εποχή του λεβαντίνικου κοσμοπολιτισμού, των ξένων κολεγίων
και των χοροεσπερίδων, της ανέμελης συμβίωσης διαφορετικών θρησκευμάτων και
εθνοτήτων. Σε εκείνη την Αλεξάνδρεια δεν γεννήθηκε μόνο ο Καβάφης αλλά και οι
ιταλοί λογοτέχνες Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι και Φιλίπο Μαρινέτι. Η Αλεξάνδρεια του
Ουνγκαρέτι αποτυπώνεται στον τόμο του Σαρτόριους με έξι ποιήματα και
αυτοβιογραφικές σημειώσεις του 1953. Είναι μια «πόλη φτιαγμένη από
παροδικότητα», με το «σκιάχτρο του ήλιου» να απολιθώνει τα σπίτια και να διαλύει
τα πάντα, ακόμη και τους τάφους. «Αλλοι τόποι της Ανατολής» σημειώνει ο
Ουνγκαρέτι «μπορεί να διαθέτουν τις Χίλιες και μία νύχτες, η Αλεξάνδρεια
έχει την έρημο, τη νύχτα και το τίποτα».
Αν η παιδική ηλικία του Ουνγκαρέτι σημαδεύτηκε από την πρώιμη απώλεια του
πατέρα και τη διάχυτη θλίψη, οι αναμνήσεις του Μαρινέτι είναι περισσότερο
αισθησιακές: οι ανεμόμυλοι της Ελ Μεκς, η αυλή στο κολέγιο των ιησουιτών,
μάγουλα ξαναμμένων κοριτσιών, η μυρωδιά γλυκερής μούχλας που ανέδιδαν οι
μουρτζιές στους περίφρακτους κήπους της οικογενείας Αντωνιάδη. Οι αναμνήσεις
αυτές διαποτίζουν τα κείμενα για την Αλεξάνδρεια που δημοσίευσε ο Μαρινέτι στην
εφημερίδα του Τουρίνου Gazzetta del Popolo από τον Μάρτιο του 1930 ως τον
Δεκέμβριο του 1931. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα αναφέρεται στην επίσκεψή του στο
σπίτι του Καβάφη. «Αυτός είναι λοιπόν ο Καβάφης» σημειώνει ο Μαρινέτι.
«Μικρό γκριζωπό κεφάλι μιας πράας ευφυέστατης χελώνας, αδύναμα χέρια
που λάμνουν βγαίνοντας απ' το τεράστιο καβούκι της ελληνορωμαϊκής λογιοσύνης
του. Ο χώρος γεμάτος σκούρο κόκκινο βελούδο και πίνακες που αποπνέουν τον
κονιορτό αιώνων». Συζητούν για τον φουτουρισμό και τη νεοελληνική ποίηση,
για τον Ψυχάρη και τη δημοτική. Ο Καβάφης μάλιστα αποδεικνύει με παραδείγματα
ότι ο αντίπαλός του Παλαμάς είναι ένα μείγμα της ευγλωττίας του Ουγκό και του
σπαραξικάρδιου ύφους του Λαμαρτίνου. Οι παρευρισκόμενοι επιμένουν να ακούσουν
ανέκδοτους στίχους του και ο Καβάφης τούς απαγγέλλει το «Απολείπειν ο Θεός
Αντώνιον», ενώ με το χέρι γράφει αραβουργήματα στον αέρα. Ο Μαρινέτι καταλήγει:
«Μία ώρα μετά η επίσκεψη έχει τελειώσει. Τρέχω με το
αυτοκίνητο. Πανσέληνος. Αηδόνια. Το κανάλι Μαχμουντία είναι
γεμάτο ρευστά φεγγάρια, νοσταλγικά σαν τους υπερσύγχρονους και ταυτόχρονα
παμπάλαιους ελεύθερους στίχους του έλληνα ποιητή της Αλεξάνδρειας Κωνσταντίνου
Καβάφη».
Η Αλεξάνδρεια και ο καβαφισμός εξακολουθούν να εμβολιάζουν το έργο πολλών
νεότερων συγγραφέων και ο τόμος του Σαρτόριους περιλαμβάνει μια σειρά τέτοια,
γνωστά αλλά και αδημοσίευτα ως σήμερα, ποιήματα και πεζά. Για τους
αποθησαυριστές των καβαφογενών ποιημάτων σίγουρα δεν συνιστά έκπληξη το, έστω
και ανέκδοτο ως χθες, ποίημα του βρετανού καβαφικού Κρίστοφερ Μίντλτον με τίτλο
«Ενα υδρόβιο έντομο», σχόλιο σε μια αλεξανδρινή καρτ-ποστάλ. Το νέο στοιχείο
είναι ότι στον γερμανόφωνο χώρο υπάρχει ένας κύκλος αλεξανδρινών, το εύρος του
οποίου δεν υποψιάζεται κανένας, αν περιοριστεί στον τόμο Συνομιλώντας με τον
Καβάφη που εξέδωσε πέρυσι το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Το ποίημα
«Bibliotheque Nationale» του Γερμανού Αρμιν Ζένζερ π.χ. είναι αφιερωμένο στον
Καβάφη. Ο Ζένζερ ήταν ακόμη μαθητής όταν ένας δάσκαλός του τού συνέστησε να
διαβάσει καβαφικά ποιήματα, παρήγγειλε μια γερμανική μετάφραση, εντρύφησε και
γοητεύθηκε. «Σε μια εποχή» μας είπε «όπου οι γερμανοί ποιητές έγραφαν
ακόμη μπαρόκ ο Καβάφης είχε πετύχει την εκκοσμίκευση της γλώσσας,
την προσέγγισή της δηλαδή στην καθημερινότητα. Είχε δώσει, με
άλλα λόγια, λύση στο μεγάλο αίτημα της μοντέρνας ποίησης με τρόπο λιτό
και απέριττο». Ο ήδη βραβευμένος γερμανόφωνος ποιητής Χοσέ Ολιβερ ανήκει
στην ίδια χορεία. Γνώρισε το καβαφικό έργο τη δεκαετία του '80 και τον
εντυπωσίασε η «νοσταλγία της τρυφερότητας» που το διακρίνει. Η «εμπειρία της
μειονότητας» εξάλλου τον βοήθησε να διαισθανθεί καλύτερα τους όρους της
ποιητικής παραγωγής ενός Ελληνα μέσα σε ένα αραβικό περιβάλλον. Ο Ολιβερ είναι
γόνος μιας οικογενείας από την Ανδαλουσία που εγκαταστάθηκε γύρω στο 1970 στο
χωριουδάκι Χάουζαχ στον Μέλανα Δρυμό. Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτοί νεαροί
λογοτέχνες έχουν γράψει και ερωτικά ποιήματα με τον τρόπο του Καβάφη. Ο Ζένζερ
τα κρατά κρυμμένα ενώ ο Ολιβερ θα τα εκδώσει του χρόνου στον οίκο Ζούρκαμπ.
Υπάρχουν επίσης στον γερμανόφωνο χώρο αλεξανδρινίζοντες ποιητές χωρίς
καβαφικές προσμείξεις αλλά και πεζογράφοι αλεξανδρινής καταγωγής. Το ποίημα του
Αυστριακού Ραούλ Σροτ με τίτλο «Μορφές Ι» είναι γραμμένο σε ένα μπαλκόνι του
ξενοδοχείου «Σεσίλ»: το αριστοτεχνικό σύμπλεγμα μιας γυναικείας και μιας
ανδρικής μορφής στον καθρέφτη του δωματίου 109. Ο Σροτ προτιμά τον Σεφέρη και
πιστεύει ότι ο Καβάφης είναι «ρητορικός και ξηρός, χωρίς μουσικότητα
πίσω από την αφαίρεση των στίχων του». Λατρεύει όμως την Αλεξάνδρεια που
μαζί με το Κάδιξ και τη Νάπολι είναι τα τρία μεσογειακά λιμάνια όπου
επικρατεί «μια ιδιαίτερη σύνθεση του χάους, ένα πρωτότυπο συνονθύλευμα
διαφορετικών επιπέδων φτώχειας και ανθρώπινης δράσης». Οι σημειώσεις του
γερμανόφωνου πεζογράφου Περικλή Μονιούδη από την πρώτη επίσκεψή του στην
Αλεξάνδρεια, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στον τόμο του Σαρτόριους, είναι
ταυτόχρονα η αναζήτηση μιας χαμένης καταγωγής. Ο Μονιούδης γεννήθηκε και
μεγάλωσε στην Ελβετία, όπου μετοίκησε η οικογένειά του από την Αλεξάνδρεια το
1963. Μετά τις ευμενείς κριτικές που συνόδευσαν τα πρώτα πεζά του ο Μονιούδης
έχει αρχίσει να γράφει το προσωπικό αλεξανδρινό μυθιστόρημά του, μια κατάδυση
στην ατμόσφαιρα της πόλης, όπου βρίσκονται οι καταβολές και της δικής του
ιστορίας. Οι σημειώσεις από το πρώτο ταξίδι είναι σύντομα στιγμιότυπα που
καταγράφει ένας ξένος διαβάτης, ένας ξένος που εντοπίζει ωστόσο ασυναίσθητα
ελληνικές μνήμες μέσα σε ένα αδιάφορο αραβικό περιβάλλον.
Δεν μπορεί να ολοκληρώσει κανείς αυτή την περιήγηση στον λογοτεχνικό μύθο της
Αλεξάνδρειας χωρίς μία αναφορά στο ποίημα «Στην Αίγυπτο» που γράφτηκε ειδικά για
τον τόμο του Σαρτόριους από τον Ντουρς Γκρύνμπαϊν, έναν από τους πιο αξιόλογους
ποιητές της σημερινής Γερμανίας. Το ποίημα μιμείται τις σωζόμενες επιστολές του
Σενέκα προς τον φίλο του Λουκίλιο και εκμεταλλεύεται ποιητικά ένα από τα
ελάχιστα ταξίδια του ρωμαίου ρήτορα, αυτό που τον είχε φέρει στην Αλεξάνδρεια. Ο
γηραιός Σενέκας, ο οποίος υπέφερε πάντα από την ασθενική κράση του, θυμάται την
πρόσκληση του θείου του, όταν ήταν μικρός, να επισκεφθεί την Αίγυπτο με το θερμό
και ιαματικό κλίμα της. Θυμάται την παραμονή στο θεόρατο μέγαρο, τον βήχα που
τον βασάνιζε, τα εξωτικά σείστρα και την ξένη γλώσσα γύρω του, τα μελαψά
κορίτσια στις νοτισμένες ψάθες, το ευπροσήγορο φάντασμα μιας παλιάς και σύντομης
παιδικής ευτυχίας. Και ο Σενέκας γράφει διά χειρός Γκρύνμπαϊν: «Ακόμη και η
Αλεξάνδρεια, η αδελφή της Ρώμης, δεν είναι παρά ένα κλείσιμο
ματιού. Μέσα του χάνονται, Λουκίλιε, οι δεκαετίες.
Ολα γκρεμίζονται στα ίδια βάθη, τα απύθμενα»..»
Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 07-10-2001
Αρθρογράφος: Σπύρος Μοσκόβου (Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Deutsche Welle).