«Η αρχιτεκτονική της καβαφικής κόλασης» - Δ. Φιλιππίδης


«Τα σκηνικά του Καβάφη, που πλαισιώνουν όσα ποιήματα αναφέρονται στις βιωμένες «έκνομες ηδονές» του, παρουσιάζουν ορισμένα αυτονόητα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για συγκεκριμένους χώρους που περιγράφονται πολλές φορές και πάντα με τους ίδιους όρους. Ανήκουν στο νυχτερινό τοπίο της σύγχρονης πόλης που ποτέ δεν θα αναφερθεί με το όνομά της. Τα ανώνυμα στέκια της, χαμαιτυπεία και λαϊκά καφενεία, και τα κρυφά της νοικιασμένα δωμάτια, όπου ολοκληρώνονται όσοι εφήμεροι, «ασύμβατοι» έρωτες διηγείται, συνθέτουν ένα εξίσου ανώνυμο, απρόσωπο περιβάλλον χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:

«Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ' το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό».
(Μια νύχτα, 1915).

Μέσα σε αυτό το αδιάφορο, «ακάθαρτο» πλαίσιο περιφέρονται οι κολασμένοι, μοναχικοί «ήρωες» αναζητώντας να εκπληρώσουν τους κρυφούς πόθους που τους τυραννούν στερώντας τους τον ύπνο.

Με τέτοιους όρους, η πόλη αυτή μόνο επιφανειακά είναι αδιάφορη και αμέτοχη σε όσα συμβαίνουν στους περιθωριακούς της χώρους. Στην πραγματικότητα, η πόλη αυτή διαθέτει ύπουλες δυνάμεις τόσο ισχυρές, ώστε κανείς να μην μπορεί να της ξεφύγει. Οι «ήρωες», ακόμα και αν δοκιμάσουν να αλλάξουν ζωή, παρασύρονται ξανά από τα πάθη τους και επιστρέφουν με αυτοκαταστροφική μανία, αλλά και με πόση ανακούφιση, στους χώρους που προηγούμενα σύχναζαν. Η επιστροφή τους στους συγκεκριμένους χώρους συμβολίζει και την επανάκαμψή τους στον καθορισμένο τρόπο ζωής που ταιριάζει στους τόπους αυτούς. Δηλώνει ότι οι αμετανόητοι είναι πάλι «διαθέσιμοι». Η εμμονή τους αυτή όμως έχει μια πρόσθετη ηρωική διάσταση που εξευγενίζει τους άθλιους εκείνους χώρους:

«αμέσως ωραΐσθηκαν απ' την γοητεία του έρωτος
τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,
και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί».
(Κάτω απ' το σπίτι, 1918).

Οι δραματικές λοιπόν αλλαγές που παρακολουθούμε συμβαίνουν μπροστά στο ίδιο ακριβώς χωρικό σκηνικό. Αυτές επιπλέον οι φάσεις εξαφάνισης και επιστροφής στην πόλη αντιστοιχούν στον τρόπο που λειτουργούν οι μνήμες, άλλοτε κοιμισμένες και άλλοτε σε υπερδιέγερση. Κοιμισμένες μέσα σε μια συμβατική, ενοχλητικά «δημόσια» ζωή και βασανιστικά ερεθισμένες στη θέα γνώριμων, με κρυφό νόημα τόπων. Οπότε η μνήμη, και όχι ο συγκεκριμένος χώρος, είναι που αιχμαλωτίζει όσους δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.

Εκτός από τόπος, η πόλη είναι (κυρίως) χρόνος. Η δύναμή της είναι η απόλυτη κυριαρχία της μνήμης, εκείνης της σχέσης που ταυτίζει αυτόματα χώρους με βιώματα. Μπορούν τα «ταπεινά» εκείνα εσωτερικά των κτισμάτων να μη λένε τίποτα για τον τυχαίο περαστικό, αλλά για εκείνον που κάποτε έζησε εκεί μέσα μια ισχυρή συγκίνηση, αποτελούν ανεξάντλητη πηγή αναμνήσεων:

«Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
[...] Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα».
(Στον ίδιο χώρο, 1929).

Δεν είναι τα μάτια πια που βλέπουν -άλλωστε δεν υπάρχει τίποτε να δεις πραγματικά- αλλά η σκέψη που επαναφέρει και γεμίζει με (χαμένα) πρόσωπα το σήμερα άδειο, θλιβερό εσωτερικό του χώρου. Ακόμα περισσότερο, αυτά τα αγαπημένα πρόσωπα δεν είναι εξαϋλωμένες σκιές αλλά εντελώς υπαρκτά σώματα που έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι αγγίζει και χαϊδεύει. Η μνήμη είναι σωματική, άρα υποκαθιστά το (έτσι και αλλιώς αδιάφορο) παρόν με μια άλλη «ανάγλυφη» πραγματικότητα. Αρα ο χώρος ταυτίζεται με ένα παρόν που δεν λέει τίποτα ενώ ο χρόνος έχει αναλάβει να παίξει όλους τους ρόλους.

Μήπως όμως μια τέτοια διαδικασία εξομοίωσης, που καταργεί τη χρονική διαδοχή βγάζοντας όλα μαζί τα πρόσωπα του έργου στη σκηνή, σημαίνει ότι ουσιαστικά έχει καταργηθεί ο ίδιος ο χρόνος; Μπορεί, δηλαδή, η έμφαση στη μνήμη να υπονοεί την ύπαρξη του χρόνου, αλλά συνάμα και να τον καταργεί; Η υπονόμευση του χρόνου άλλωστε είναι γνωστός μηχανισμός στα «ιστορικά» ποιήματα του Καβάφη, όπου με μαγικό τρόπο καταργούνται οι χρονικές αποστάσεις εκσυγχρονίζοντας μορφές της ύστερης αρχαιότητας. Κάτι τέτοιο μπορεί να σημαίνει, σε πρώτο διάβασμα, ότι για τον Καβάφη τίποτε δεν αλλάζει ανάμεσα σε αναφορές στο παρόν και στο παρελθόν.

Η αίσθηση αυτή είναι απατηλή: άσχετα με τους λόγους που τον οδηγούν σε ιστορικές μεταμφιέσεις, υπάρχει πάντα ζωντανή η παρουσία της μηχανής του χρόνου. Αυτός ο μηχανισμός κατευθύνει νομοτελειακά τις τύχες όλων των προσώπων -και εκεί δεν υπάρχει καμιά εξαίρεση, είτε πρόκειται για ποιήματα «ιστορικά» είτε για «σύγχρονα».

Η σύγχρονη πόλη αποκτά έτσι τον ποιητικό χάρτη της. Πρόκειται για μια κόλαση με αναγνωρίσιμους διάσπαρτους χώρους, μισοφωτισμένους και ερημικούς, που μπροστά στα μάτια μας διαρκώς μετασχηματίζονται. Γιατί τίποτα, ούτε καν ο έρωτας, δεν διαρκεί. Οπως τα ανθρώπινα αισθήματα συνεχώς μεταλλάσσονται έτσι και η πόλη, με ανάλογο τρόπο, μετασχηματίζεται, αφήνοντας πίσω μια γεύση φθοράς:

«Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά».
(Απ' τες εννιά, ...).

Η πόλη, ως δεσμωτήριο, δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά δανείζεται νόημα από εμάς. Μπορεί να καταφεύγουμε κάποιες στιγμές στη θέασή της για να ξεφύγουμε από παραστάσεις που μας κυνηγούν:

«Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά -
βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών».
(Εν Εσπέρα, 1917).

Αλλά η ψευδαίσθηση θα έχει ελάχιστη διάρκεια, ακόμα και κάτω από το άπλετο φως της μέρας, σε απόσταση από τα ζοφερά σκοτάδια των πειρασμών της νύχτας:

«Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο. [...]

Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
[...] κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τις αναμνήσεις μου, ...»
(Θάλασσα του πρωιού, 1915).

Μέσα από μια τέτοια οπτική ελάχιστα επηρεάζεται η αίσθηση από αλλαγή σε χωρικό μέγεθος ή τη μετάβαση από το δημόσιο χώρο προς τον ιδιωτικό. Πόλη, σπίτι, δωμάτιο -δεν υπάρχει διαβάθμιση στην προσωποποίησή τους, και έτσι όποια και να είναι η αναφορά, η αίσθηση της απώλειας δεν αλλάζει:

«Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ' η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. [...]
Α η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
[...]

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά».
(Ο ήλιος του απογεύματος, 1919).

Εργαλεία βασανισμού, τότε, μπορεί εξίσου να είναι το εσωτερικό ενός «μαύρου καφενείου», που θυμίζει οδυνηρά το χαμένο σύντροφο, όπως και το «γνώριμο» δωμάτιο που άλλοτε περιείχε την ερωτική κλίνη. Ο πόνος καιροφυλακτεί παντού.

«Σ' αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, [...]

Ισως το φως θάναι μια νέα τυραννία».
(Τα παράθυρα, 1903)

«Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τις ίδιες θα γερνάς·»
(Η πόλις, 1910)

«Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ' το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό».
(Μια νύχτα, 1915)

«Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο. [...]

Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
[...] κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τις αναμνήσεις μου, ...»
(Θάλασσα του πρωιού, 1915)

«Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά -
βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών».
(Εν Εσπέρα, 1917)

«...στο νύχτωμα του δρόμου...»
(Μέρες του 1903, 1917)

«Χθες περπατώντας σε μια συνοικία
απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι
που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.
[...]

Και χθες
σαν πέρασ' απ' το δρόμο τον παληό,
αμέσως ωραΐσθηκαν απ' την γοητεία του έρωτος
τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,
και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί».
(Κάτω απ' το σπίτι, 1918)

«Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά».
(Απ' τες εννιά, 1918)

«Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ' το ξύλινο το χώρισμα. Εκτός ημών των δυο το μαγαζί όλως διόλου άδειο».
(Να μείνει, 1919)

«Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ' η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Ολο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ' εμπόρων, κ' Εταιρείες.
Α η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.
[...]

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά».
(Ο ήλιος του απογεύματος, 1919)

«σ' ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου,»
(Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών, 1927)

«Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ. -
[...]

Οταν το βράδυ επήγεν - έτυχε μια δουλειά,
[..] στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ».
(Ωραία λουλούδια και άσπρα ως ταίριαζαν πολύ, 1929)

«Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα».
(Στον ίδιο χώρο, 1929)

«Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές
παρόδους που οδηγούσαν προς την κατοικία του».
(Ρωτούσε για την ποιότητα, 1930) »


Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 6-06-2003
Αρθρογράφος: Δ. Φιλιππίδης.


Back to [ Main Page ]