«Αφιέρωμα στον Καβάφη» - Νέοι Πρωτοπόροι

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» την εποχή του θανάτου του Καβάφη (1933). Αποτελεί ένα μικρό αφιέρωμα του περιοδικού στη μνήμη του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή. Οι απόψεις του συντάκτη για τη ζωή, το έργο και την προσωπικότητα του Κ. Καβάφη δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις απόψεις του διαχειριστή αυτής της σελίδας...


«Τις μέρες αυτές πέθανε στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής Κ. Καβάφης, ένας από τους πιο ξεχωριστούς ποιητές της ελληνικής μπουρζουαζικής παρακμής. Ο Κ. Καβάφης υπήρξε ένας από τους γνησιότερους και καλύτερους αισθητικούς εκπροσώπους της τάξης του. Αυτός κι ο Παλαμάς μπορεί να πει κανείς, (μ'όλη την τεράστια διαφορά πούχουνε μεταξύ τους) είναι οι δυό σημαντικότεροι μπουρζουάδες ποιητές των τελευταίων χρόνων της ελληνικής ζωής - ο ένας της ανόδου και ο άλλος της παρακμής.

Ο,τι πέφτει άμεσα στην αντίληψη του μαρξιστή τεχνοκρίτη, από το έργο του Κ. Καβάφη είναι η φυγή, από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Φεύγει στο παρελθόν, χάνεται σε αναδιφήσεις βιβλίων, σε παλιές ιστορίες και θέματα κι από κει μέσα μυκτηρίζει κι αρνιέται την κοινωνική ζωή. Ενας ατομιστής που δε ζει παρά μέσα στην ατμόσφαιρα της ηδυπάθειας και του σαρκασμού, απομονωμένος, τραγικά απομονωμένος από τη ζωή.

«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Αλλο δεν σκέπτομαι. Τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη, πως να μην προσέξω!
Αλλά δεν ήκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον·
ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.»

Γεμάτος αγωνία για τη μόνωσή του αυτή, αλλά και ανίκανος κατά οιοδήποτε τρόπο ν' αντιδράσει, ο Καβάφης ζει μεσ' στο σκοτάδι και φοβάται να ανοίξει τα παράθυρα της πραγματικότητας.

«Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ισως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.»

Φοβάται κι απαξιεί τα νέα πράματα. Δεν πιστεύει σε τίποτα, αυτός ο αριστοκράτης και αισθάνεται οποιαδήποτε αλλαγή μόνο σαν έλευση των βαρβάρων. Κάποτε διαισθάνεται πως η έλευση αυτή (η αλλαγή) θα γίνει, αναπότρεπτα. Ξέρει πως εκείνοι που φρουρούν τον παλιό πολιτισμό δε θα μπορέσουν ν' αντιταχθούν και τους τιμά με το θαυμασμό του.

«Μα περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν - και πολλοί προβλέπουν
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος
κ' οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.»

Ωστόσο πλήττοντας περιμένει κι αυτός τους βαρβάρους κι όταν οι βάρβαροι δεν έρχονται και τότε αγωνιά και σαρκάζει.

«Και τώρα τι θα γίνωμεν χωρίς βαρβάρους;
οι άνθρωποι αυτοί είταν μια κάποια λύσις.»

Ισως δεν υπάρχει ούτε στο εξωτερικό πιο κλασικός αισθητικός εκπρόσωπος των χρόνων αυτών του αστισμού, και του τραγικού βάθους που δίνει στην ψυχολογία των καλλιεργημένων αστών, η φρίκη και η αγωνία της πτώσης του. Το σημείωμα αυτό δε δίνει παρά ελάχιστα χαραχτηριστικά της αξιομελέτητης αυτής αστικής φυσιογνωμίας. Οι «Ν. Πρωτοπόροι» ελπίζουν ότι στο μέλλον θ' ασχοληθούνε και πάλι με το έργο του Καβάφη.»

Νέοι Πρωτοπόροι - 1933


Back to [ Main Page ]