«Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους» - Ι.Α. Σαρεγιάννης


			...the very obvious truth, that the deepest quality of a work of art
					     will be the quality of the mind of the producer
										HENRY JAMES
«Οι γιατροί συμβούλεψαν τον Καβάφη μετά την εγχείρησή του στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, να πάγει στην εξοχή για να αναλάβει. Ο ποιητής ανέβηκε στην Κηφισιά στο αναρρωτήριο «Αναγέννηση». Στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί τον ρώτησα, αν ήταν ευχαριστημένος, αν του άρεσε η Κηφισιά. Με τράβηξε στο παράθυρο· μου έδειξε το θαυμάσιο τοπίο: μπροστά κάτι πελώρια κυπαρίσσια, πιο πέρα απλώνονταν η πεδιάδα ως το Τατόϊ, στο βάθος ορθώνονταν τα τόσα όμορφα βουνά, η Πάρνηθα και η Πεντέλη. Ο ποιητής μου έδειξε με νευρικές χειρονομίες, ότι όλα αυτά του πλάκωσαν το στήθος. «Με πλήττουν», μου είπε στη λιγοσύλλαβη γλώσσα, που του είχε αφήσει ακόμη στη διάθεσή του η ελεεινή κατάσταση του λαιμού του.
Στην Κηφισιά δεν κάθισε πολύ καιρό. Φώναξαν και διαμαρτύρονταν οι γιατροί του. Εκείνος δεν τους άκουσε. Κατέβηκε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Ομόνοια. Το ξενοδοχείο του όμως με τα πελώρια σαλόνια του δεν κατόρθωνε να τον συγκρατήσει, ούτε σαν ήταν περιτριγυρισμένος από ένα σωρό φίλους, περιέργους ή θαυμαστές.
Ένα απόγευμα αργά που είμαστε μαζεμένοι γύρω του καμιά εικοσαριά, μας ζήτησε «συγγνώμην» και μας άφησε «για λίγα λεπτά» για να ανέβει, όπως μας είπε, στο δωμάτιό του. Αργούσε όμως· και επειδή βιαζόμουν έφυγα χωρίς να τον αποχαιρετήσω. Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ από το ξενοδοχείο του και τον αντιλήφτηκα να τριγυρνά μέσα στο πλήθος της Ομόνοιας. Δεν τον πλησίασα· τον παρακολούθησα από μακριά και τον είδα να μπαίνει και να βγαίνει στην οδό Αθηνάς, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και στους άλλους γύρω δρόμους. Περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και προς τα πάνω, με τα μεγάλα δάκτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γελέκου. Έμοιαζε προχωρώντας να αναπνέει με ηδονή τη σκόνη και τις μυρωδιές της πόλης, που την ώρα εκείνη άρχιζε να πρωτανάβει τα νυχτερινά της φώτα.
Την ίδια σκηνή την είχα αντικρύσει κάμποσες φορές στην Αλεξάνδρεια, σε δρόμους και σε ώρες πολυσύχναστες. Ποτέ όμως, όπως εκείνο το βράδυ στην Ομόνοια, δεν είχα αντιληφτεί το πόσο ο Καβάφης έμοιαζε σαν αδελφός στον άνθρωπο του πλήθους του Poe.
Δεν είναι απίθανο ο Αλεξανδρινός μας ποιητής να σύνθετε τους στίχους του στο δρόμο. Ίσως δηλαδή το πλήθος να του ήταν κάτι σα διεγερτικό, κάτι ανάλογο με τα σάπια μήλα στον Schiller, με τον καφέ στον Balzac, με το όπιο στον Coleridge. Μα η τελευταία αυτή άποψη είναι άλλου είδους ιστορία, και δε θα μας απασχολήσει στις παρακάτω σελίδες.

Ο πολιτισμός -όπως το λέγει και η ετυμολογία της λέξης που τον συμβολίζει- είναι κάτι που γεννήθηκε, ανατράφηκε και ζει στις πόλεις. Από τα τέλη όμως του 18ου αιώνα, όταν πάνω κάτω χαράχτηκαν οι πνευματικές γραμμές και τα όρια της δικής μας ευαισθησίας, βλέπομε το περίεργο φαινόμενο: ο άνθρωπος της πόλης να ονειρεύεται και να λαχταρά ταξίδια μακρινά και εξωτικά, ή και τα θέλγητρα μιας εξοχής απόλυτης, και αν είναι δυνατόν χωρίς τζιτζίκια. Στη Γαλλία συνηθίζουν να λένε, ότι ο κάθε Παρισινός ονειρεύεται να ζήσει σε μια έρημη, φτηνή γωνιά με ήλιο. Τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι πιο πολιτισμένοι ποιητές:


			Mon enfant, ma soeur,
			songe a la douceur
			d' aller la-bas vivre...
γράφει ο Baudelaire και ο Mallarme:

		Fuir! la-bas fuir! Je sens que des oiseaux sont ivres
		D' etre parmi l' ecume inconnue et les cieux!
Ο άνθρωπος του πλήθους, αν και είναι και αυτός κάτοικος της πόλης, δεν έχει παρόμοιες λαχτάρες. Αισθάνεται «πληκτικό» το χωριό. Και όταν η τύχη τον ρίξει εκεί, ονειρεύεται:

		κι έτσι να μεταβεί στην πόλιν να ριχθεί
		στην κίνησι και στην διασκέδασιν ευθύς.
Όταν στην πόλη κουραστεί από τη δουλειά του, ή όταν βαρεθεί τον εαυτό του, δεν πάει ο νους του σ' εκδρομές: σε θάλασσα, βουνό ή σ' εξοχές. Όπως στο «Εν Εσπέρα» βγαίνει από το σπίτι του για να απολαύσει:

		ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
		ολίγη κίνησι του δρόμου και των μαγαζιών.
Ταξίδια δε σχεδιάζει ο άνθρωπος αυτός. Αν κάπως παρακολουθεί τον εαυτό του, γλήγορα ακούει τη φωνή της πείρας του να του επαναλαμβάνει:

		Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
		. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
		Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. . . . . . . . . . . .
Η αδιαφορία του ανθρώπου για τη Φύση και ο περιορισμός του μέσα στη στενόχωρη περιοχή μιας πόλης, κρίθηκε πολλές φορές σαν ένα δείγμα ψυχικής κούρασης, που χαρακτηρίζει τις εποχές της παρακμής. Η άποψη αυτή δε φαίνεται σωστή. Όπως το έχει κιόλας γράψει ο Remy de Gourmont, οι πρωτόγονοι άνθρωποι που αγωνίζονται με τα φυσικά στοιχεία και με πολύ σκληρές συνθήκες ζωής, δεν προφθαίνουν ν' αντιληφτούν ότι η Φύση μπορεί να τους δώσει συγκινήσεις. Όταν ο πολιτισμός έχει ήδη προοδεύσει αρκετά -στην Αλεξανδρινή εποχή π.χ. ή στον 18ο αιώνα μας- όταν ο άνθρωπος έχει εξασφαλίσει όχι μονάχα το ψωμί της μέρας του αλλά και την τροφή πολλών άλλων ημερών, τότε αρχίζει να ονειρεύεται την εξοχή και να εκμεταλλεύεται λογοτεχνικά τη Φύση. Οι κλασσικές λογοτεχνίες ασχολούνται προ πάντων με τον άνθρωπο. Ο Racine, ο Moliere, ο Pascal ενδιαφέρθηκαν αποκλειστικά και μόνο με το ανθρώπινο τοπίο. Μα μήπως και το ανθρώπινο τοπίο, που τόσο αγαπήθηκε από τις ψυχές του Καβάφη και του Dostoievsky, δεν είναι και αυτό μια μορφή -πιο ταραγμένη- της μεγάλης Φύσης;

Συχνά βλέπομε το πλήθος στο έργο του Καβάφη. Σαν πλήθος, χωρίς ορισμένη μορφή και χωρίς ονόματα, του παρουσιάζονται οι «ιδανικές φωνές και αγαπημένες» και οι «επιθυμίες που πέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν» και που «δεν αξιώθηκαν ούτε μιας νύχτας ηδονή» ούτε και ένα «πρωϊ φεγγερό». Σαν πλήθος αισθάνεται ο ποιητής τις «προσπάθειές μας σαν των Τρώων», τις «μεταμέλειες» «τι περιττές, τι μάταιες», τις «απολαύσεις» τις «μισο πραγματικές μισο γυρνάμενες μες στο μυαλό», καθώς και τις «υποψίες» που διαρκώς περνούν «μέσα στον τρομαγμένο νου», στα «τρομαγμένα μάτια» ή ακόμη και τις «βουλές της ποιήσεως», που μορφώνονται μέσα στην ψυχή του ποιητή χρόνια και χρόνια πριν να βρουν την έκφρασή τους. Πλήθος επίσης αντιπροσωπεύουν και ο καλπασμός των «πλησιαζόντων γεγονότων» που τόσο ταράζει τις ψυχές των σοφών «εν ώραις σοβαρών σπουδών».
Το πλήθος όμως δεν είναι μόνον αριθμός, είναι και κάτι το υλικό που -όπως είναι φυσικό- υπάρχει και για τις αισθήσεις μας. Τα αυτιά μας το ακούν σα μια «βοή μυστική», «τρομερή» ή και άλλου είδους. Και τα βουητά πάντα συγκίνησαν και συγκινούν τις ψυχές των ποιητών, ίσως γιατί τους δίνουν την εντύπωση ενός ρυθμού που προχωρεί χωρίς αδυναμίες.
Παράλληλα με την ηχητική συνέχεια το πλήθος φέρνει στα μάτια μας και στην αφή μας πολλές και διαφορετικές εικόνες. Η καθεμιά όμως από αυτές δεν προφθαίνει καλά-καλά να ξεμυτίσει στη συνείδησή μας και παραμερίζεται από άλλη, που δεν αργεί και αυτή να βρει την ίδια τύχη. Συμβαίνει δηλαδή στον κόσμο των εικόνων ό,τι και στους κακόμοιρους τους Λάρητες του Νέρωνα, που σαν άκουσαν «Τα Βήματα» των Ερινύων, μέσα στο λαράριο:


		ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά,
		ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλον πέφτει.
Μέσα λοιπόν στη συνείδηση του ανθρώπου που τριγυρνά μέσα στο πλήθος, δημιουργούνται από τον συνωστισμό των εικόνων διάφορα «μισοειδωμένα», διάφορες «αβέβαιες μνήμες», ακριβώς δηλαδή ό,τι η Καβαφική τέχνη φιλοδόξησε να μας προσφέρει. (1)
Οι πιο μεγάλοι ποιητές -ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Shakespeare,- οι παλιοί τραγικοί μας και σήμερα ο T.S. Eliot στα χορικά των δραμάτων τους, διάφοροι μυθιστοριογράφοι σαν τον Tolstoy, τον Zola ή τον Roger Martin du Gard χρησιμοποίησαν στο έργο τους το πλήθος. Αναμφίβολα θα έκριναν ότι ήταν ένα μέσο -δύσκολο βέβαια- μα κατάλληλο για την έκφραση της ποιητικής ιδέας. Το πλήθος αισθάνεται έντονα, αόριστα και κάπως διαγραμματικά. Δίνει δηλαδή την εντύπωση αυτού που λέγουν συνήθως «βάθος» και που με πιο ακρίβεια θα μπορούσε να ονομαστεί: χώρος για αισθηματικούς αντίλαλους πολλούς και διαφορετικούς κατά τον αναγνώστη, ή και κατά την ατμόσφαιρα της μέρας του ενός και ίδιου πάντα αναγνώστη.
Ο Καβάφης χρησιμοποίησε το ομοιόμορφο πλήθος που πάλλει με μια καρδιά, για να εκφράσει στο «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» την αισιοδοξία μιας μέρας ζεστής και ποιητικής, και στο «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» την τρελή επιθυμία μιας μέρας ή ενός πολιτισμού που εύχεται την καταστροφή για να ξεφορτωθεί την ανία ενός παρόντος που δεν είναι καν δυστυχία. Πιο θαυμαστή από τεχνική άποψη είναι η ατμόσφαιρα του «Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών». Εκεί το πλήθος είναι χωρισμένο σε δύο κόμματα, που το ένα φοβάται και είναι μαζεμένο, ενώ το άλλο θριαμβεύει. Αλλά η πιο μεγάλη επιτυχία του Καβάφη, από τη στενή άποψη που εξετάζομε τώρα εδώ το έργο του, είναι το «Ένας Θεός των». Στο ποίημα αυτό, το πλήθος δεν είναι άνθρωποι ενωμένοι σε μια ομαδική συγκίνηση, αλλά άτομα ξεχωριστά που τυχαία βρέθηκαν στον ίδιο χώρο την ώρα που περνούσε εκείνος ο «σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος, με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια». Και ο ποιητής μας δείχνει να γεννιέται μια συγκίνηση, που δεν είναι ο ομοιόμορφος και κάπως πρωτόγονος παλμός του «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», αλλά ένα πλήθος από ανεξάρτητες συγκινήσεις που η καθεμιά τους τρεμοσβήνοντας σιωπηλά ζεσταίνει και φωτίζει το εσωτερικό μιας και μόνο ψυχής.

Πολλών ειδών άνθρωποι -ο πολιτικός, ο απόστολος, ο μάρτυρας, ο θεατρώνης- έχουν ανάγκη από το πλήθος. Το έχουν ανάγκη για να το πλάσουν, για να το επηρεάσουν, για να το εκμεταλλευθούν ή και για να το αισθανθούν σαν ίνδαλμα που αξίζει τον κόπο της ολοκληρωτικής θυσίας. Αλλιώτικος, πολύ αλλιώτικος, είναι ο πραγματικός άνθρωπος του πλήθους. Αυτός είναι ένας αισθητικός με προτίμηση για ένα ορισμένο θέαμα. Οι πρακτικοί άνθρωποι περιφρονούν τα θεάματα. Αλίμονο! αυτά παίζουν σπουδαίο ρόλο στη ζωή μας. Και όχι μονάχα στην ψυχολογία μας, αλλά ακόμη και στη φυσιολογία μας. Ο βιολόγος Jean Rostand σ' ένα δοκίμιό του διηγείται, ότι το θηλυκό περιστέρι δε γεννά αυγά σαν είναι μόνο και χωρίς παρέα. Αν όμως βάλομε μέσα στο κλουβί του ένα καθρέπτη, το περιστέρι αυτό βλέπει τον εαυτό του και οι ωοθήκες του αρχίζουν πάλι να δουλεύουν κανονικά.
Ο άνθρωπος του πλήθους αναζητά την πολυκοσμία, όχι επειδή δε μπορεί να υποφέρει τη μοναξιά του, ούτε επειδή επιθυμεί να ταυτίσει τον εαυτό του με την ψυχή των άλλων για να αισθανθεί ομαδικά. Ο άνθρωπος αυτός, ακόμη και σαν είναι περιτριγυρισμένος από χιλιάδες άλλους, εξακολουθεί και μένει μόνος: άτομο ακέραιο και ξεχωριστό, που είναι απορροφημένο από το θέαμά του. Το θέαμα αυτό το παρακολουθεί με περιέργεια και το παρατείνει προσθέτοντας ο ίδιος, και από δικού του, φανταστικές συνέχειες ή και αισθητικούς αντίλαλους κάθε λογής.
Το πλήθος είναι γι' αυτόν ένα πάθος. Όλα τα πάθη περιορίζουν τις κατευθύνσεις μας και μας αλυσοδένουν σε ορισμένη τροχιά, αλλά μας χαρίζουν και μια ιδιότυπη ψυχική ευαισθησία· άλλος είναι ο κόσμος του χαρτοπαίκτη και άλλα αισθάνεται ο φιλάργυρος ή ο ερωτευμένος. Ο άνθρωπος του πλήθους πηγαίνει αυτόματα προς το πάθος του, γιατί εκεί αισθάνεται να ζει πιο έντονα ο εαυτός του.
Ο Poe ίσως να μην εξήγησε από ψυχολογική άποψη σωστά τον ήρωά του, μα τον ζωγράφισε θαυμάσια. Τον περίγραψε και εσωτερικά και εξωτερικά. Για λόγους όμως τεχνικής μοίρασε τις παρατηρήσεις του σε δυο πρόσωπα. Και αυτός που διηγείται και παρακολουθεί, και αυτός που παρακολουθιέται, είναι και οι δυο άνθρωποι του πλήθους.
Ο ήρωας του Poe περπατά ή στέκεται μέσα στο πλήθος. Κοιτάζει με προσοχή τους αγνώστους που περνούν μπροστά του και σε μια στιγμή μας εξομολογιέται: «...τέτοια ήταν η ψυχική μου διάθεση, ώστε στο χρονικό διάστημα μιας μόνο ματιάς, κατόρθωνα και διάβαζα την ιστορία πολλών ετών». - «Τι παράξενη ιστορία... είναι γραμμένη σ' αυτό το στήθος!» λέγει ο ίδιος αντικρύζοντας έναν άγνωστο διαβάτη... Με άλλα λόγια ο άνθρωπος του πλήθους είναι ένας μυθοπλάστης, που από λίγες αόριστες γραμμές φυσιογνωμίας ή από μερικές απλές χειρονομίες, νομίζει ότι μαντεύει την ιστορία εκείνων που περνούν μπροστά του. Από μια άποψη, έτσι μου φαίνεται πως μπορεί να εξηγηθεί ένα μεγάλο μέρος του Καβαφικού έργου: οι διάφοροι Μέβης, Μύρης, Έμης, Εμονίδης και το πλήθος των άλλων φανταστικών προσώπων του. Δε θυμάμαι που έχω διαβάσει, ότι και ο Dostoievsky που γέμιζε και αυτός τα μυθιστορήματά του με άπειρους ήρωες, είχε και αυτός τη μανία να τριγυρνά μέσα στο πλήθος και να φαντάζεται ιστορίες για τους διαβάτες που συναντούσε.
Μεγάλη μέρα θα ήταν για τον Καβάφη εκείνη που θα ανακάλυψε ότι η ιστορία μπορεί να αντιμετωπιστεί και σα μια ανθολογία από ζωές αγνώστων ή μισοαγνώστων ανθρώπων. Τη μέρα εκείνη θα κατάλαβε πως τη μυθοπλαστική του μανία θα μπορούσε να την εξασκήσει όχι μονάχα στο πραγματικό πλήθος αλλά και στο ιστορικό.
Την ανακάλυψή του αυτή που χρωστούσε στο πάθος του, ο Αλεξανδρινός μας ποιητής την εκμεταλλεύτηκε άφθονα στο έργο του. Νομίζω ότι την αγάπησε εξαιρετικά, όχι μονάχα γιατί του επέτρεπε να αυξήσει το βάθος και την προοπτική της σκηνής του αλλά γιατί χάρη σ' αυτή κατόρθωνε να αποφεύγει την πολυλογία των λεπτομερών περιγραφών που, είτε από ιδιοσυγκρασία είτε από αισθητικό γούστο, φαίνονταν σα να τις βαριούνταν. Μια φορά, όταν χρησιμοποιεί την ιστορία, δυο ή τρεις ακριβοζυγιασμένες πινελιές ή μια χρονολογία του αρκούν για να ορθώσει εμπρός μας πράγματα και πρόσωπα, που τα αισθανόμαστε ζωντανά, γιατί χωρίς να το καταλάβομε τα συμπληρώνομε από δικού μας, καθώς αρχίζομε να γυρίζομε μαζί με τα γρενάζια που ο ποιητής, με περίσσια τέχνη, έχει στήσει σαν παγίδες γύρω μας.

Σπάνια -μα πολύ σπάνια- ο Καβάφης στήνει το καβαλλέττο του κατευθείαν και απέναντι στον εξωτερικό κόσμο. Η πραγματικότητα αυτή καθαυτή δε φαίνεται να τον ενδιαφέρει ποιητικά. Το είναι του συγκινείται και ζωντανεύει προ πάντων σαν αντικρύζει το καθρέπτισμα της πραγματικότητας μέσα σε μια ανθρώπινη ψυχή. Από το 1911 ως το τέλος σχεδόν της ζωής του φαίνεται να είχε στο νου του το 31 π.Χ. και τη ναυμαχία στο Άκτιο, που κόντεψε να αλλάξει τη φυσιογνωμία του πολιτισμού μας και να μεταφέρει το κέντρο του κόσμου έξω από την Ευρώπη. Και όμως στα τρία ποιήματα (2) όπου το κοσμοϊστορικό αυτό περιστατικό παρουσιάζεται, ο Καβάφης δε σκέπτεται να μας το περιγράψει ή να μας μιλήσει ιδιαίτερα γι' αυτό. Εκείνο που ο ποιητής προσπαθεί να μας αποδώσει είναι μονάχα κάτι αντανακλάσεις της ναυμαχίας αυτής μέσα στις ψυχές: των κατοίκων ενός ασήμαντου δήμου της Μικράς Ασίας, ενός κάπως ανώτερου ανθρώπου σαν τον Αντώνιο, ή και ενός απλοϊκού μικροπωλητή, που ξεκίνησε από το χωριό του, τριγυρνά μέσα στο πλήθος της Αλεξάνδρειας και σαν κόττα κακαρίζει το προσωπικό, ανόητο και -από αντίθεση- κωμικοτραγικό τραγούδι του:


		. . . . . . Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
		 «Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
Ακόμη και το καβαφικό δράμα δεν είναι εξωτερικό ξετύλιγμα δραματικών πράξεων. Είναι ένα δράμα φαντασίας. Μεταξύ του αναγνώστη και της πραγματικότητας παρεμβάλλεται ένα ενδιάμεσο πρόσωπο. Στην ψυχή του ανθρώπου αυτού μεταφέρει ο ποιητής τη σκηνή του. «Ο Δημάρατος» π.χ. δεν παίζεται μπροστά μας. Ο Καβάφης μας δείχνει μόνο μια δοκιμή προβολής της ιστορίας του Σπαρτιάτη βασιλέα μέσα στην ψυχή ενός αγνώστου νέου, μαθητή του Πορφυρίου.
Οι ψυχές που διαλέγει ο Καβάφης για καθρέπτες της πραγματικότητας ή για σκηνές των δραμάτων του είναι συνήθως άνθρωποι άγνωστοι, απλοί διαβάτες. Ανώνυμος είναι ο Αχαιός που ζούσε «εν Αλεξανδρεία» το «έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου», του «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Ανώνυμος είναι αυτός που έρχεται «εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον» «επί άρματος λευκού» για να κάνει «θυσίας και σπονδάς» «Ενώπιον του Αγάλματος του Ενδυμίωνος». Από ανωνύμους -εθνικούς ή χριστιανούς- απαρτίζεται το πλήθος που στο «Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς» και «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» εκφράζουν την αγανάκτηση που ξεσηκώθηκε μέσα στην ψυχή τους από την αντανάκλαση μιας άστοχης ιστορικής προσωπικότητας, όπως ήταν ο Αποστάτης. Ανώνυμοι βέβαια δεν είναι, αλλά άγνωστοι εξακολουθούν και μένουν για μας, ο «Λεύκιος» που νέος «εκοιμήθη» «Εν τω Μηνί Αθύρ», και «ο Έμης» που ήλθε «Εις το Επίνειον» το συριακό με πρόθεση να γίνει «μυροπώλης» μ' «αρρώστησε» και «πέθανε» χωρίς να υπάρχει τρόπος να το μάθουν οι γονείς του που θα τον θεωρούν πάντα ζωντανό.
Τα ιστορικά του πρόσωπα συχνά τα διαλέγει ο Καβάφης έτσι, που να μη μπορούν να γίνουν ποτέ πολύ γνωστά, γιατί η ιστορία δεν έχει γράψει γι' αυτά παρά μονάχα λίγες λέξεις: «Οροφέρνης», «Καισαρίων». Μα και τα πολύ γνωστά ιστορικά πρόσωπα φροντίζει ο ποιητής να τα μετατρέψει σε άγνωστα. Καμιά φορά τα κάνει επίτηδες αόριστα. Στον Γιώργο Βρισιμιτζάκη π.χ. είχε διηγηθεί ότι ο Λαγίδης του «Η Δόξα των Πτολεμαίων» ήταν ένας -αδιάφορο ποιος- από τους τρεις πρώτους βασιλείς της δυναστείας αυτής. Άλλες φορές τόσο γενικεύει τους ήρωές του, ώστε τους μεταβάλλει σε σύμβολα απρόσωπα, π.χ. τον Θεμιστοκλή στο «Η Σατραπεία» ή τον Καίσαρα του «Μάρτιαι Ειδοί». Κάποτε πάλι παρουσιάζει τα ιστορικά του πρόσωπα σε τέτοιες στιγμές, που δε μας επιτρέπουν να αναγνωρίσομε τη φυσιογνωμία τους. Στο «Η Μάχη της Μαγνησίας» π.χ., με το να μας δείχνει τον Φίλιππο τον Ε' της Μακεδονίας κουρασμένο ψυχικά και σωματικά, μας κρύβει το βίαιο και ακράτητο του χαρακτήρα του, που ίσως να θυμούμαστε από τα βιβλία.
Φαίνεται λοιπόν σύστημα της Καβαφικής ποιητικής να μας σταματά μπροστά σε αγνώστους.

Το άγνωστο ξεκλειδώνει τη φαντασία μας. Μα η φαντασία μας αυτή καθαυτή δε μπορεί να εξηγήσει την ένταση ψυχής και τη συγκίνηση εκείνου, που στο «Εν τω Μηνί Αθύρ» προσπαθεί να διαβάσει και να καταλάβει τι το ανθρώπινο κρύβεται στην «πέτρα την αρχαία», και τι μπορούσε να ήταν η ζωή ενός ανθρώπου που κείτεται σήμερα χαμένος μέσα στο πλήθος των νεκρών ενός νεκροταφείου.
Όπως ο Οιδίποδας μπροστά στη Σφίγγα, έτσι και μεις μπροστά στο Άγνωστο παίρνομε μια ιδιαίτερη ψυχολογική στάση: τη στάση της μαντείας. Η ψυχή μας γίνεται μετέωρη· ξεκολλά δηλαδή από το θετικό και καθημερινό, όπου μπορούσε και κινούνταν ξένοιαστα και με τις αυτόματες εκείνες κινήσεις, που κληρονόμησε από τους προγόνους της ή που έμαθε στα διάφορα σχολειά της ζωής της. Στο επίπεδο της νόησης το Άγνωστο είναι μια περιπέτεια. Δεν ξέρομε πως να το αντιμετωπίσομε, και αυτό μας κάνει ανήσυχους και ευκολοσυγκίνητους, σα να υπάρχει γύρω μας ένας κάποιος κίνδυνος. Αλλά ταυτόχρονα το Άγνωστο μας ξυπνά και τα ηρωϊκά μας ένστικτα, τον πειρασμό να δοκιμάσομε τη δύναμή μας ή την παντοδυναμία μας.
Με τόσα έντονα και αντιφατικά αισθήματα δε μπορούμε να ζήσομε καιρό. Πρέπει ή να συνηθίσομε το άγνωστο και να προσγειωθούμε στην αδιαφορία, ή να βρούμε μια λύση. Για να μετατραπεί το άγνωστο σε γνωστό, είναι απαραίτητο η ψυχή μας να μετακινηθεί και να πάγει να βρει μια θέση όπου να μπορεί να ζήσει πάλι σαν αυτόματο, γιατί εκεί πια τίποτε δε θα την κεντά ν' αλλάξει θέση. Τις κινήσεις αυτές της Καβαφικής ψυχής, όταν μαντεύει, μπορούμε να τις διακρίνομε στο «Είγε ετελεύτα».
Οι διάφοροι άγνωστοι ήρωες γεννούν στον ποιητή απορίες:


		Που απεσύρθηκε, που εχάθηκε ο Σοφός;
Για να λύσεις τις απορίες του ο Καβάφης κάνει υποθέσεις:

		εκρύφθηκ' αίφνης [ο σοφός] και δεν έμαθε κανείς
		με θετικότητα τι έγινε.
Τις υποθέσεις του τις δοκιμάζει με πολλές αντιρρήσεις. Και αν του φανούν στερεές, προχωρεί σε άλλα πιθανά που ελέγχει, με τον ίδιο τρόπο, με άλλες αντιρρήσεις:

		Έβγαλαν μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο.
		Δεν τόγραψεν ο Δάμις όμως· ...........
		......................................
		Άλλοι είπανε πως έγινε άφαντος στην Λίνδο.
		Ή μήπως είν' εκείν' η ιστορία
		αληθινή................................
		.......................................
		Αλλ' όμως έχουμε.......................
		την υπερφυσικήν εμφάνισί του.
Το ποίημα προχωρεί και η πραγματικότητα του μύθου πλέκεται καθώς ο ποιητής πηδά από πιθανό σε πιθανό. Ο λόγος βρίσκει τον ρυθμό του από τα διαδοχικά τινάγματα μιας σκέψης που πάγει και κτυπά στις αντιρρήσεις και ξαναγυρίζει πίσω για να ξανατιναχτεί.
Η λογική πρόοδος με τις δοκιμαστικές υποθέσεις του «Είγε ετελεύτα» θυμίζει του ερωτευμένους που προσπαθούν να μαντέψουν την προσωπικότητα και τις αντιδράσεις Εκείνης ή Εκείνου που αγαπούν. Θυμίζει όμως και τα μαθηματικά και τον τρόπο που λύνομε τα προβλήματά τους. Οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που δεν κατάλαβαν ποτέ τους από μαθηματικά -και στην κατηγορία αυτήν ανήκουν πολλοί και καμιά φορά και καλοί καλλιτέχνες- νομίζουν πως η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των εξισώσεων είναι ένα απλό εγκεφαλικό παιχνίδι. Αν η άποψη αυτή ήταν σωστή, τα παιδιά, που κινούνται από συναισθηματικά ελατήρια, δε θα αναλάμβαναν, συχνά με πάθος, να λύσουν μαθηματικά προβλήματα, και δε θα τυραννιούνταν ώρες και μέρες, και δε θα εμπιστευόνταν ως και στο υποσυνείδητό τους να ανακαλύψει μες στον ύπνο τους τη λύση που ζητούν. Η αλυσίδα των συλλογισμών που βασίζεται στα πιθανά -που είναι και δεν είναι- που είναι σωστά και δεν είναι- είναι μια αστείρευτη πηγή από συγκινήσεις. Ο Poe το κατάλαβε, και πάνω στο μαθηματικό τρόπο της σκέψης βάσισε το αστυνομικό μυθιστόρημα που δημιούργησε. Όλοι μας ξέρομε ότι το φιλολογικό αυτό είδος αναπτύχθηκε πολύ από τότε, και ότι κατάκτησε και τις μεγάλες λαϊκές μάζες και τους λεπτούς αισθητικούς σαν τον Gide ή τον Καβάφη.
Αν όμως η Καβαφική και η μαθηματική μαντική μοιάζουν, δεν είναι όμοιες. Ο μαθηματικός δε μπορεί να ικανοποιηθεί, αν δεν προσγειωθεί, αν δε βρει τη λύση. Ο Καβάφης όμως όταν τελείωνει τα ποιήματά του, μας αφήνει στο μετέωρο. Η «Μορφή της Καλλονής» του απαρτίζεται από «μισοειδωμένα» από «έρωτες ατελείς», από «αβέβαιες μνήμες». Ο Αλεξανδρινός μας ποιητής, ακριβώς όπως και ο Baudelaire, απαιτεί από το ωραίο του να είναι «...quelque chose d' un peu vague, laissant carriere a la conjecture» (3)

Όπως το «Είγε ετελεύτα» έτσι και τα περισσότερα καβαφικά ποιήματα είναι εσωτερικοί μονόλογοι. Έτσι εξηγιέται και ο ιδιαίτερος και κάπως en sourdine τόνος της φωνής του ποιητή που ο Παλαμάς κάποτε ονόμασε «ψέλλισμα». Ο άνθρωπος του πλήθους δε φωνάζει για να ακουστεί από τους άλλους, αλλά σκύβει για να ακούσει την ίδια τη δική του φωνή, που φαίνεται να έχει ξεκινήσει και να έρχεται από πολύ μακριά ή από πολύ βαθιά -καμιά φορά από έναν τάφο. Η φωνή αυτή δεν είναι ηχηρή, δεν έχει λάμψεις, ούτε και καμιά από τις ιδιότητες εκείνες, που απαιτεί η ρητορική απαγγελία. Αλλά εκεί που τριγυρνά η φωνή αυτή -μέσα στους λαβύρινθους και στους θόλους της κλειστής ανθρώπινης ψυχής- πλουτίζεται με λογιώ-λογιώ αντίλαλους, που προεκτείνουν μέσα μας ως και τη διάρκεια των ήχων της. Παράδειγμα είναι οι στίχοι:


		Οι φαύλοι που ψιθύριζαν το Πολυκαισαρίη
ή

		Και μες στο πλοίο μπήκε, πιαίνοντας προς το «διδώ»
ή και το θαυμάσιο εκείνο το

		................. κατά τες συνταγές
		αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο.»




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. «Εκόμισα εις την Τέχνην»
  2. «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Εν δήμω της Μικράς Ασίας», «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»
  3. Fusees, XVI



Ι.Α. Σαρεγιάννης - 1946


Back to [ Main Page ]