ΑΠΟ ΤΑ 1911 ΩΣ ΤΑ 1933
«Θα ήταν, φαντάζουμαι, σε στιγμές μεγάλης ποιητικής ευαισθησίας και συγκινημένου θαυμασμού, όταν ο κ. Γ. Σεφέρης όρισε το αλεξαντρινό στοιχείο στον Καβάφη παρομοιάζοντάς τον με τον απατηλό γέρο της αλεξαντρινής θάλασσας, τον Πρωτέα, που ολοένα ξέφευγε αλλάζοντας μορφές. «Γι' αυτό», πρόσθετε αμέσως, «πρέπει να φυλαγόμαστε, με πολλή περίσκεψη, όχι μόνο από τη δική μας ροπή να παρασυρθούμε στα πράγματα που μας αρέσουν, αλλά και από το να παίρνουμε πάντα τοις μετρητοίς την επιφανειακή σημασία των λόγων ή των διαλεκτικών τεχνασμάτων του Καβάφη» (1). Θα σκανδαλιστούν ίσως μερικοί αν βεβαιώσω πως σ' όλη την έκταση της εργασίας αυτής προσπάθησα να συμμορφώνουμαι τόσο με τη δεύτερη -αυτό δα φαίνεται και χωρίς να το πω- όσο προπαντός με την πρώτη σύσταση του στοχαστικού ποιητή της «Κίχλης». Αλλού όμως ήθελα να καταλήξω. Πόσο βαθειά θα κολακευόταν ο Καβάφης αν άκουγε να τον παρομοιάζουν με τον Πρωτέα... Αυτό είχε φτάσει να αισθάνεται για τον εαυτό του προς το τέλος της ζωής του. Όταν στα 1930 μου έλεγε -κι εδώ νομίζω πως μπορώ να επικαλεστώ μια προσωπική μου μαρτυρία, αφού υπάρχει καταγραμμένη χρόνια τώρα από τον κ. Μαλάνο (2): «Είμαι κι εγώ Ελληνικός», μέσα στη σκέψη του δουλεύονταν οι στίχοι που θα γράψει τον επόμενο χρόνο:
« ... τον νεώτερον Έλληνα του εσωτερικού της Αιγύπτου και ιδία της Σαρκίας, τον αυταπάρνητον και φιλόδοξον συνάμα, τον ριψοκίνδυνον και πρακτικώτατον, τον συντηρητικόν και προοδευτικώτατον, τον προς πάσαν περίστασιν προσανατολιζόμενον, τον πολυσύνθετον και εύκαμπτον, τον κατωρθούντα να αφομοιωθή μετά του φελλάχου ούτως ώστε να είναι «αδελφωμένοι στο κρασί και σύντροφοι στο βόλι». Πας τις θα έλεγε ότι ανεβίωσεν ο θαλάσσιος εκείνος θεός Πρωτεύς ο παρά την Αίγυπτον διατρίβων και δυνάμενος να μεταβάλληται εις ό,τι ήθελε, και αγιάζων πάντα τα μέσα επ' αγαθώ του σκοπού.» (4)
Η ηρωική αδιαλλαξία, το περήφανο Όχι στο συμβιβασμό και στον καιροσκοπισμό, που εξαίρονται με το «Θερμοπύλες», οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Η ζωή, η πραγματική ζωή, συνέχιζε τη ροή της, σέρνοντας λάσπες και διαμάντια, σμίγοντας το καινούριο με το παλιό, παντρεύοντας το ναι με το όχι, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, γεννώντας νέες ελπίδες, νέους πόθους αλλά και νέες αγωνίες, νέα πάθη. Στο «Θερμοπύλες» ο φυλετισμός εκφραζόταν μ' ένα ηθικό κανόνα στωικό κι απελπισμένο, δηλαδή αριστοκρατικό. Έτσι καθρεφτιζόταν η πραγματικότητα μέσα στη συνείδηση ενός πρωτοκλασάτου που τον πολιορκούσε η παρακμή. Στο «200 π.Χ.» ο κανόνας του φυλετισμού του έχει αλλάξει. Συνοψίζεται στις λέξεις «των στοχαστικών προσαρμογών». Είναι το καθρέφτισμα της νέας πραγματικότητας στη συνείδηση του «ιστορικού», όπως την παρουσιάζουν τα πορίσματα μιας πείρας αποχτημένης στο σούρουπο του βίου του. Πιστεύει μάλιστα πως η νέα οπτική του ίσως είναι ανώτερη από την παλιά. Ο θαυμαστής, τώρα, του Ανατόλ Φρανς, ο σκεπτικιστής και σκωπτικός, σ' αυτό ίσα-ίσα, το «Στα 200 π.Χ.» θα θυμηθεί τις αγωνίες του παλιού Καβάφη, τους τριακόσιους του Λεωνίδα, τις Θερμοπύλες:
«Οπωσδήποτε αληθές είναι ότι παρά τα θύματα των αποτυχιών και τους ναυαγούς, ο ελληνικός πληθυσμός της Αιγύπτου σχεδόν εδιπλασιάσθη κατά την περίοδον την από της αγγλικής κατοχής αρχομένην. [...] Εις την ταχείαν ταύτην πρόοδον του Ελληνισμού εν Αιγύπτω αναμφισβητήτως συνετέλεσεν η αγγλική κατοχή τα μέγιστα. Αι πρώται παρανοήσεις εξέλιπον τάχιστα και η θαυμασία ελαστικότης του ελληνικού χαρακτήρος προσηρμόσθη προς την νέαν κατάστασιν των πραγμάτων μετά γοργότητος οίαν συνηθίζει να καταβάλλη η ημετέρα φυλή εν τοις αφορώσιν ιδία εις τον κατ' άτομον βίον αυτής. Οι μετά καχυποψίας προσβλεπόμενοι το κατ' αρχάς Έλληνες εκέρδισαν πλήρη νυν την εμπιστοσύνην των Άγγλων, δεν υπάρχει δε εν Αιγύπτω νομοταγέστερον στοιχείον των Ελλήνων μεταξύ των αξιολογωτέρων αλλοεθνών ομάδων αποίκων.
»
Όπως θα πρόσεξε ο αναγνώστης, η ίδια έννοια της λέξης «προσαρμογή» βρίσκεται μέσα σ' αυτή την περικοπή, που είναι ένα απολογητικό κήρυγμα της Κατοχής. Είναι το «νέον πνεύμα». Δυστυχώς ο Φ.Φ. Όδδης το αναδημοσιεύει στο «Διάκοσμό» του (σελ. 124 κ.ε.) με τον τίτλο: «Η Αίγυπτος και ο Σύγχρονος Ελληνισμός», δίχως να δίνει πηγή. Συνήθιζε κάτι τέτοιες λεηλασίες ο περίεργος εκείνος ιταλο-έλληνας «λόγιος». «Η ιδέα όμως της προσαρμογής έρχεται ακριβώς για να μετριάσει την απογοήτευσι του ιστορικού και ποιητού. Δεν είναι αλήθεια, η ιστορία η ίδια δεν μας δείχνει πώς ένας ολόκληρος κόσμος, ο Ελληνικός, από την εποχή της Μακεδονικής κατακτήσεως έως την δύσι του, δηλ. για μια περίοδο σχεδόν οκτώ αιώνων (από τον θάνατον του Μ. Αλεξάνδρου έως την τελευταία λάμψη του νεοπλατωνισμού) κατόρθωσε, συνεχώς προσαρμοζόμενος σε καινούριες περιστάσεις, να διατηρηθεί με ακμαίες πολλές από τες δημιουργικές του δυνάμεις -το μαρτυρούν η φιλοσοφία, η επιστήμη, η πολυγνωσία (erudition) της εποχής- χωρίς αυτός ο κόσμος να έχει ως στήριγμα καμμιά εδραία θρησκευτική πίστι, καμμιά δογματική ηθική, καμμιά έννοια πατριωτισμού (στερημένος ως ήταν μιας φυλετικής πολιτικής); [...] Η πολιτική του Καβάφη είναι μια πολιτική παρακμής, ή τουλάχιστον λαών που όπως είπα επεράτωσαν πλέον την κατάκτησί τους είτε δια λόγους γεωγραφικούς, είτε, το περισσότερο, διότι η κατακτητική ορμή τους εκορέσθη πλέον, ή εστείρεψε [...] Την ηθική του Καβάφη, μια ηθική όχι δογματική, ηθική καθαρώς συνειδήσεως του ατόμου, την βλέπομεν λοιπόν σφιχταγκαλιασμένη με μια πολιτική διαγωγή προσαρμογής.
» (5)
Θα είχα να υπογραμμίσω μερικές λέξεις πολύ δηλωτικές, αλλά θα μπερδευτούν με τις υπογραμμίσεις του Βρισιμιτζάκη. Για μένα, σ' αυτή την περικοπή, βρίσκεται ένα «μήνυμα» του Καβάφη, καταστάλαγμα της πείρας και της ιστορικής ματιάς του. Ο Καβάφης, σε τελική ανάλυση, εγκολπώνεται τώρα την ιστορική άποψη για τον ελληνισμό της Αιγύπτου, που διατύπωνε ο πολιτικός Πράκτωρ Γρυπάρης για χρήση των μεγαλοτραπεζιτών, όταν ρητόρευε στο γεύμα του υπουργού των Οικονομικών της Ελλάδας Σιμόπουλου στα 1901.
Πιο καθαρά η αλλαγή φαίνεται στο στυλ που υιοθετεί για να πει μια γνώμη του. Δεν υπάρχει πια εκείνη η ειλικρίνεια και η ευθύτητα που γνωρίσαμε μέσα στα σημειώματα του Φάκελλου Αναστασιάδη ή στα δημοσιευμένα πεζά του. Ο λόγος του κινείται από επιφύλαξη σ' επιφύλαξη. Τυπικός του βηματισμός είναι τώρα το: «Αν και... πλην όμως...». Σ' αυτά, στο φόβο δηλαδή μήπως κάποιος εμβαθύνει στο πραγματικό νόημα των «επικίνδυνων» ποιημάτων του, προστίθεται από τότε κι ο φόβος του σκανδάλου. Οι νέες του συντροφιές, η κοινωνική τάξη με την οποία αποφάσισε επιτέλους να εξισωθεί, δεν έχουν το τακτ και την κατανόηση, δεν αναγνωρίζουν τη σιωπηλή συμφωνία της αμοιβαίας ανοχής των παραλογισμών της σάρκας. Κι ωστόσο η ανάγκη να προβάλει τη δική του έκφανση του ωραίου, να γοητέψει και να καταχτήσει, τον πιέζει... Όλο και πιο ελευθερόστομα εκφράζεται στα νέα ποιήματά του. Προκαλεί τη μοίρα του, αλλά και ξέρει χίλιους τρόπους για ν' αμύνεται. Κι έτσι, αντιφατικός, πολύπλοκος, ευμετάβολος κι απατηλός σαν το γέροντα της αλεξαντρινής θάλασσας, θα περάσει τις Συμπληγάδες της «προσαρμογής».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Στρατής Τσίρκας - 1958
Κι απ' την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
...........................................
........................... βγήκαμ' εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ' οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ' οι εν Μηδία, κ' οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.
«Στα 200 π.Χ.» (1931)
Ο Καβάφης και πριν και μετά τα 1910 εκφράζει την εποχή του, κοιταγμένη μέσα από το πρίσμα ενός τομέα της: του παροικιακού ελληνισμού. Το σύμπλεγμα Πρωτέας-ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόταν μ' αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του (3). Η βιοθεωρία όμως τούτη δεν είναι μόνο δική του. Την υιοθέτησε με τον καιρό από την «περιρρέουσαν ατμοσφαίραν». Να ένα δείγμα:
.......... Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας.........
Μα...
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Μετά την επανάσταση του Γουδιού και κάτω από την αιγίδα των συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου της Αγγλίας, οι σχέσεις του παροικιακού αστισμού με την αστική τάξη της Ελλάδας, που ανέβαινε ακράτητη, γίνονται πολύ στενές. Οι ανταλλαγές δεν περιορίζονται στον οικονομικό τομέα, αγκαλιάζουν τον πνευματικό, τον πολιτικό. Στα 1911 ο Εμ. Μπενάκης, που είχε γίνει πρόεδρος της Κοινότητας μετά το θάνατο του Κ. Μ. Σαλβάγου, εκλέγεται βουλευτής κι ο Βενιζέλος τον κάνει υπουργό της Γεωργίας και του Εμπορίου. Παραιτείται από την Κοινότητα και φεύγει για να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα· θα γίνει για έναν καιρό και δήμαρχός της. Στο διάστημα της προεδρείας του, οι κληρονόμοι του Σαλβάγου με δαπάνη τους ιδρύσανε την Επαγγελματική Σχολή εις μνήμη του πατέρα τους... Σε λίγα χρόνια όμως θα μετατραπεί σε Εμπορική, γιατί το αγγλικό κεφάλαιο χρειάζεται γραμματικούς κι αποθηκάριους για το βαμπάκι, όχι τεχνίτες μιας βιομηχανίας που δεν μπαίνει στα σχέδιά του να την αναπτύξει. Ο ίδιος ο Μπενάκης μ' έξοδά του ιδρύει για την Κοινότητα Ορφανοτροφείο και Οικονομικό Συσσίτιο. Κι άλλοι ευεργέτες, όπως ο Γ. Ζερβουδάκης λίγο πριν από την καταστροφή του, συμπληρώνουν τα έργα ευποιϊας των παλιών ιδρυτών. Η θέση όμως του ελληνικού στοιχείου, σε σχέση με τις άλλες παροικίες, σε οικονομική δύναμη και πολιτικοκοινωνική άιγλη, σε πνευματικές και πολιτιστικές πραγματοποιήσεις, δεν είναι πια η πρώτη μήτε καν η δεύτερη για η τρίτη. Μόνο αριθμητικά εξακολουθεί να υπερτερεί, γιατί δεν έπαψαν να καταφτάνουν κάθε χρόνο μετανάστες από την υπόδουλη κι από την ελεύθερη Ελλάδα:
Στη σκέψη του Καβάφη ωστόσο «προσαρμογή» είναι ομόλογο του «παρακμή». Ο αναγνώστης θα θυμάται την περικοπή που δώσαμε στην Εισαγωγή μας από την Ιστορία του κ. Αθ. Γ. Πολίτη. Εκεί ο Καβάφης έλεγε πως «ο τότε ελληνορωμαϊκός κόσμος δύναται να παραβληθή προς τον του 19ου και 20ού αιώνος μας. Εν περιλήψει ό,τι χαρακτηρίζει την εποχήν ταύτην, τούτο είναι προ πάντων η έλλειψις πατρίδος ιδιαιτέρας και εθνικισμού στενού». Την ίδια περίπου εποχή, τα ίδια πράγματα, αλλά περισσότερο αναλυτικά, θα τα υπαγορεύσει στον «πειθήνιο φίλο του» Γ. Βρισιμιτζάκη, που θα τα παρουσιάσει για δικούς του στοχασμούς. Το λέγω με βεβαιότητα αυτό, γιατί η περικοπή που ακολουθεί, χρονολογημένη από τα 1926, δεν είναι παρά η κεντρική ιδέα του ποιήματος «Στα 200 π.Χ.» που βρήκε την τελειωτική του μορφή στα 1931:
Η εικόνα του διπλωμάτη ήταν μόνο ένα φραστικό πυροτέχνημα, ενώ ο ποιητής εκφράζει πείρες, πορίσματα από μελέτες. Η σκέψη τους ωστόσο δε διαφέρει βασικά, γιατί λειτουργεί με τον ίδιο μηχανισμό. Στη θέση των πραγμάτων βάλανε «ιδέες» - τη Μεγάλη Ιδέα ή κάποια της παράλληλη. Κι έτσι η ιδεολογική καμπύλη του Καβάφη συμβαδίζει, αν και με κάποιο περιθώριο πότε μπρος και πότε πίσω, με την ιδεολογική γραμμή της επικρατέστερης κάθε τόσο μερίδας του παροικιακού αστισμού. Ιδεολογία ακμαστική όταν ο παροικιακός αστισμός ζούσε την ανεξάρτητη, δημιουργική του περίοδο· ιδεολογία του συμβιβασμού και της φυγής από την πραγματικότητα, όταν το ελληνικό κεφάλαιο υποτάζεται στο μεγάλο ευρωπαϊκό, κυρίως το βρετανικό, κι εκτελεί χρέη «πολύτιμου υπηρέτη».
Η «ανακάλυψη» από τον Καβάφη του «ελληνικού κόσμου» μετά τα 1910 δεν ήταν τυχαία· ήταν αναπόφευχτη. Ας αφήσουμε που είναι ο παράδεισος της «ελευθερίας των φύλων» που ονειρεύεται ο παραστρατημένος ερωτισμός του. Μεταφέροντας εκεί μέσα το εγώ του, το γλύτωνε από τη μονοτονία και την πεζότητα της ζωής του, το παρηγορούσε με την ψευδαίσθηση της δυνατότητας μιας ευτυχίας που είχε φθαρεί μέσα στα σοκκάκια της σύγχρονης Αλεξάντρειας. Ταυτόχρονα όμως, με τα πρόσωπα και τις σκηνές που δανειζόταν από τον μακρινό εκείνο κόσμο, ικανοποιούσε την εσωτερική του ανάγκη για ρεαλισμό, για όσο γίνεται πιο σφιχτό πιάσιμο της πραγματικότητας - αν και η πραγματικότητα που τον ενδιαφέρει βασικά τώρα, κομματιάζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις κι ο ρεαλισμός του δεν έχει πια το πλάτος και την πνοή των πρώτων, των έντονα καβαφικών ποιημάτων. Είναι ένας ρεαλισμός εις ελάσσονα τόνο, ένας ρεαλισμός της παρακμής. Εκείνο που τον απασχολεί δεν είναι πια η πράξη, το μεγάλο έργο, αλλά η υστεροφημία, το εγκώμιο, το επιτάφιο επίγραμμα. Έτσι, μιλώντας με σύμβολα, πίσω από τα προσωπεία των αποτυχημένων, των κουρασμένων και των νικημένων ηρώων του, ιστορικών ή φανταστικών, ελευθερώνει την κλίση του να κριτικάρει τη συγκαιρινή του πραγματικότητα, δίχως να θίξει τα θεμέλια του κόσμου του, δίχως να κόψει τις γέφυρες με την τάξη του. Δεν ξέρω μάλιστα αν η σεξουαλική ελευθεροστομία των ποιημάτων του, από ορισμένη εποχή και δώθε, δεν είναι για το Καβάφη ένας ακόμη τρόπος για να ευθυγραμμίζεται, να βρίσκεται στον ίδιο τόνο με την ηγετική μερίδα του παροικιακού αστισμού.
Όπως και νάναι, η «προσαρμογή» γίνεται παράλληλα στον πρακτικό και στο θεωρητικό του βίο. Η εγκατάστασή του στο σπίτι της οδού Λέψιους σημαίνει πως παύει να διεκδικεί τη θέση αριστοκράτη· πάνε τα μόνιππα, τ' ακριβά ρούχα, οι συχνές δεξιώσεις. Καθόλου όμως δεν αποτραβιέται από τη ζωή της Αλεξάντρειας, τα ρεστωράν, τα καφενεία, τις λέσχες, τους διανοούμενούς της. Έχει γνωριστεί με τους νέους που βγάζουμε τη «Νέα Ζωή» και -ω ειρωνεία της τύχης- η «προσαρμογή» του, η παραδοχή δηλαδή της πραγματικής κοινωνικής του μοίρας, εκφράζεται στις φιλίες του με τους γόνους εκείνων των δευτεροκλασάτων που εγκαλούσε μέσα στα ποιήματά του της πρώτης περιόδου: Αντώνη Μπενάκη, Παύλο Α. Πετρίδη, Γ. Βαλασόπουλο... Σφραγίδα και κορώνα της προσαρμογής του θα είναι η πρόσκληση να παραστεί στους γάμους του εγγονού του Σαλβάγου στα 1926, πρόσκληση που πετυχαίνει με τη μεσολάβηση του Χριστόφορου Νομικού. (6)
Από τη στιγμή που αποφασίζει να προσαρμοστεί, το πραγματικό περιεχόμενο, το περιστασιακό-κοινωνικό, των ποιημάτων της πρώτης καβαφικής περιόδου γίνεται επικίνδυνο. Είναι «τα τρωτά του μέρη». Αυτά θα σκεπάσει με «πανοπλίες». Θα τα σχολιάζει με πολλή περίσκεψη κι αργότερα θ' αποφεύγει να τα σχολιάσει ολότελα. Χαρακτηριστικό είναι πως στο Γ. Λεχωνίτη δεν ανάφερε τίποτε για τα «Τείχη», το «Che fece... il gran rifiuto», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το «Απιστία», το «Θερμοπύλες», το «Τρώες». Αλλά και τα «Μονοτονία», «Η πόλις» και «Η σατραπεία» τα σχολιάζει μόνο για να τα απαλλάξει από την υποψία μιας γενικευτικής πεσιμιστικής φιλοσοφίας. Μόνο...
. . . . . . . . . . . . . . εμείς οι μυημένοι
γνωρίζουμε για ποιόνα εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Αντιοχείς διαβάζουν, Εμονίδην.
«Τέμεθος Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (1925)
Ειπώθηκε πολλές φορές, προπαντός από λόγιους της Ελλάδας, πως ο ελληνισμός της Αλεξάντρειας γνώρισε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μια περίοδο πνευματικής άνθησης και πως ο Καβάφης ήταν η κορυφή της. Και συμπεραίνουν: Φυσικά, αφού κι ο παροικιακός αστισμός περνούσε τότε μέρες μεγάλης ακμής.
Θα έβγαινα πολύ από τα πλαίσια αυτής της εργασίας, αν δοκίμαζα να κάμω εδώ τον απολογισμό και την αποτίμηση της προσφοράς των χρόνων της «Νέας Ζωής», του «Σεράπειου» και των «Γραμμάτων». Αυτό μόνο θα πω: Τα πνευματικά φαινόμενα δε βαδίζουν πάντοτε παράλληλα με τα οικονομικά. Συμβαίνει να προπορεύονται κι άλλοτε να βραδυπορούν. Τα ποιήματα του Καβάφη, εκείνα που ο ίδιος χώρισε από τα υπόλοιπά του με το σύνορο του 1911, είναι άνθη μιας ιδιόμορφης ακμής, που υπήρξε μισό περίπου αιώνα πριν από την εποχή των περιοδικών. Αυτό, βασικά, εξηγάει και τις τόσες παρερμηνείες τους. Φωτισμένα με τον προβολέα της υποτιθέμενης «ακμής» του 1900-1920 ή με τον άλλο της καβαφικής ποίησης του 1911-1933, της αναμφισβήτητα παρακμαστικής, τα «Τείχη», «Η πόλις», το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», το «Θερμοπύλες» κ.α. αποχτούν μια παράξενη, σφιγγώδικη όψη. Όψη που πολλούς γοήτεψε, πολλούς προβλημάτισε και πολλούς ξεγέλασε. Ξανατοποθετημένα όμως μέσα σε μια διαλεκτική προοπτική αχτινοβολούν αλήθεια· ίσως να μην τη λένε όλη, πάντως αυτή που λένε είναι μια αλήθεια θετική. Ελέγχει την κοινωνία της εποχής εκείνης, τη σαπίλα της, τις σκληρότητές της. Είναι μια γερή μαρτυρία, για τη διάλυση μιας κάστας και μιας τάξης.
Σαν παράγοντας πολιτισμού, ο Καβάφης βρισκόταν έξω από την εποχή του· στάθηκε ουδέτερος για τους γύρω του. Μεταχειριζόταν μόνο τα εκδοτικά μέσα και τις πρόθυμες πέννες που ένα παρασιτικό «ξεχείλισμα πλούτου» έβαζε στη διάθεσή του.
Αυτός μόνο είχε βαθειές ρίζες στο παροικιακό παρελθόν. Ήταν το στοιχειό της Αλεξάντρειας του 19ου αιώνα. Όπως ο Γ. Αβέρωφ έδινε την αίσθηση παλαιολιθικού μεγαθήριου στους διαλυμένους αριστοκράτες της εποχής του, κι ο Καβάφης, σκεύος μια πλατύτερης καλλιέργειας και μιας φυλετικής ιδεολογίας, έτσι έπρεπε να φαντάζει στα μάτια των νέων του φίλων της «Νέας Ζωής» και των «Γραμμάτων». Μονάχα που αυτός, με μια πρωτεϊκή ευκινησία, διαρκώς προσαρμοζόταν. Κάποτε του τύχαινε να ξεχαστεί· τότε μιλούσε για την Αλεξάντρεια της «χρυσής εποχής». Μα κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν ενδιαφερόταν να ρωτήσει, να ερευνήσει, να του αποσπάσει περισσότερα. Εκείνων ο νους ήταν προσηλωμένος στα μοντέρνα αισθητικά δόγματα, στον Μαίτερλινγ, το Νίτσε, τον Ουάϊλδ... Και στις ορμές της σάρκας τους. Γι' αυτό κι η περιέργειά τους εντοπίστηκε κυρίως στον αισθησιασμό του Καβάφη, στην ερωτική του ανομοιότητα.
Μερικοί τους αγνόησαν με κάποια δόση ανεμελειάς τα πρώτα πενήντα χρόνια του ποιητή, τα διαβάσματά τους, τις πείρες του, τις απογοητεύσεις του. Πίστεψαν πως ο Καβάφης ήταν μόνο και πάντοτε γέρος· πως άρχισε να υπάρχει σαν άνθρωπος και σαν τεχνίτης από τη στιγμή που τον γνωρίσανε. Άλλοι, στριμωγμένοι στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής από τον «πολιτισμό» του χρηματιστικού κεφαλαίου, που όλα τα κάνει χρεώγραφα και συναλλαγή, ξεσπούσαν -όπως η γενιά του Γκωτιέ με τα κόκκινα γελέκα κι η γενιά του Μαγιακόφσκη με τα κίτρινα πουκάμισα- τρώγοντας μακαρονάδες στα υπόγεια της οδού Αναστάση, σφάζοντας καρπούζια πάνω στην κοιλιά κάποιας δυστυχισμένης, «διαπιστώνοντας τη ζωή», όπως λέγανε, μέσα στα πορνεία. Ήταν οι «Απουάνοι», που εκστρατεύσανε κάποτε να υπερασπίσουν την καβαφική ποίηση «ενάντια στη ρουτίνα» (7). Μα ο Καβάφης δεν πολυερχότανε στα τέτοια. Αυτός ο «εκκεντρικός» -όπως τον χαρακτήρισαν σαν ποιητή και σαν τύπο- συντηρούσε μέσα του το πατρικό πνεύμα του μέτρου, στη γλώσσα, στα εκφραστικά μέσα, στην κοινωνική του συμπεριφορά. Ζητούσε βέβαια το απόλυτο δόσιμο του ποιητή στην τέχνη του, αλλά εννοούσε το ξόδεμα σε βάθος όχι το σκόρπισμα σ' επιφάνεια.
Ρυτιδωμένος από την πείρα, υπολογιστικός, χαριτολόγος κι ερμητικός, αινιγματικός και είρωνας, τυπικικός, ευγενικός ως την υπερβολή -δείγμα κι αυτό της μεγαλοαστικής του υπεροψίας- γλυστρούσε μέσα από τις παγίδες, τα σκώμματα και τις ύβρεις, κολάκευε, υποχωρούσε, συμβιβαζόταν, έκανε το φοβισμένο κι ύστερα γινόταν άγρια θάλασσα, κερδίζοντας τις μέρες, κερδίζοντας τα χρόνια, μ' έναν πια και μοναδικό σκοπό στη ζωή του: να κρατήσει το έργο του, τα Ποιήματά του, πάνω από το τέλμα της μετριότητας, πάνω από τους κινούμενους άμμους της ξεπεσμένης Αλεξάντρειας.»