[Βροχή]

....................................
έχει λιγνά δυο δένδρα
μικρό ένα περιβόλι·
και κάμνει εκεί της εξοχής
μια παρωδία το νερό -
μπαίνοντας σε κλονάρια
οπού δεν έχουν μυστικά·
ποτίζοντας ταις ρίζαις
που έχουν ασθενικό χυμό·
τρέχοντας εις το φύλλωμα
που με κλωσταίς δεμένο
πεζό και μελαγχολικό
κρεμνά στα παραθύρια·
και πλένωντας καχεκτικά
φυτά που μες σε γλάστραις
τάστησ' αράδα, αράδα
μια φρόνιμη νοικοκυρά.
        Βροχή, που τα μικρά παιδιά
κυττάζουνε χαρούμενα
μέσ' από κάμαρη ζεστή,
κι' όσο πληθαίνει το νερό
και πέφτει πιο μεγάλα
χτυπούν τα χέρια και πηδούν.
Βροχή, που ακούν οι γέροι
με σκυθρωπήν υπομονή,
με βαρεμό κι' ανία·
γιατί εκείνοι από ένστικτον
δεν αγαπούνε διόλου
βρεμμένο χώμα και σκιαίς.
        Βροχή, βροχή - εξακολουθεί
πάντα ραγδαία να βρέχη.
Μα τώρα πια δεν βλέπω.
Θόλωσ' απ' τα πολλά νερά
του παραθύρου το υαλί.
Στην επιφάνειά του
τρέχουν, γλιστρούν, κι' απλώνονται
κι' αναιβοκαταιβαίνουν
ρανίδες σκορπισμέναις
και κάθε μια λεκιάζει
και κάθε μια θαμπώνει.
Και μόλις πλέον φαίνεται
θωλά, θωλά ο δρόμος
και μες σε πάχνη νερουλή
τα σπίτια και τ' αμάξια.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Back to [ Menu | Main Page ]