Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως
Χειμώνα, καλοκαίρι κάθονταν στην στέγη
των Ατρειδών κ' έβλεπ' ο Φύλαξ. Τώρα λέγει
ευχάριστα. Μακρυά είδε φωτιά ν' ανάβη.
Και χαίρεται· κι' ο κόπος του επίσης παύει.
Είναι επίπονον και νύκτα και ημέρα,
στην ζέστη και στο κρύο να κυττάζης πέρα
το Αραχναίον για φωτιά. Τώρα εφάνη
το επιθυμητόν σημείον. Όταν φθάνει
η ευτυχία δίδει πιο μικρή χαρά
απ' ό,τι προσδοκά κανείς. Πλην καθαρά
τούτο κερδήθηκε: γλυτώσαμ' απ' ελπίδας
και προσδοκίας. Πράγματα εις τους Ατρείδας
πολλά θα γίνουνε. Χωρίς νάναι σοφός
κανείς εικάζει τούτο τώρα που το φως
είδεν ο φύλαξ. Όθεν μη υπερβολή.
Καλό το φως· κι' αυτοί που έρχονται καλοί·
τα λόγια και τα έργα των κι' αυτά καλά.
Και όλα ίσια να ευχόμεθα. Αλλά
το Άργος ειμπορεί χωρίς Ατρείδας να
κάμη. Τα σπίτια δεν είναι παντοτεινά.
Πολλοί βεβαίως θα μιλήσουνε πολλά.
Ημείς ν' ακούμε. Όμως δεν θα μας γελά
το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος.
Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος
αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Back to [ Menu | Main Page ]