Σε μια γωνιά του καπηλειού·
πίσω απ' το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυό το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμε εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισανοίχθησαν - πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα - που το ίνδαλμά του
είκοσι έξη χρόνους διάβηκε· και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης